ΑΡΧΕΙΟ ΣΤΙΧΩΝ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Η ΘΕΙΑ Μ' Η ΑΜΙΡΣΟΥΔΑ

Τραγούδι δημοτικό με προέλευση τη Λέσβο σε μουσική διασκευή και ενορχήστρωση Ανδρέα Βέμπου, σε πρώτη εκτέλεση το 1946 από τη Σοφία Βέμπο.
Ο ρυθμός του κομματιού είναι 2/4.

 

Η Μυτιλήν’ μας είναι ένα τρανό χουριό,
άρχοντ’ τσι φουκαράδες ζούμε μακριά απ’ το Θιο,
τ’ έχει ο Θιος και δε μας θέλ’ κι για μας πια γεν τον μέλλ’,
τ’ έχει ο Θιος και δε μας θέλ’ κι για μας πια γεν τον μέλλ’.

------

Πουρνό πουρνό στ’ δλειά μας με το ζεμπδέλι στο χερ’,
πάν’ στο γιαλό τα πδέλια τσι στα χωράφια οι γέρ’,
τσήπος τσι μακρύς γιαλός τσι Μυτιλήν’ μας γη ομφαλός,
τσήπος τσι μακρύς γιαλός τσι Μυτιλήν’ μας γη ομφαλός.

------

Ιδώ σαν πάρ’ς μια γ’ναίκα θα τ’ ν’ πάρ’ς με το στεφάν’,
ιξών να βρεις μια χήρα το πόνο σ’ για να σ’ γειάν’,
σαν δεν π’δηξ’ τον Ησαΐα ‘εν έχ’ νύχτα μεγαλεία,
σαν δεν π’δηξ’ τον Ησαΐα ‘εν έχ’ νύχτα μεγαλεία.

------

Η μπάρμπα Ζιμ Νικόλας έχασε δυο κακνιά,
τύφλες και μούντζες να ‘χει όποιος τα δώκ’ ξανά,
κι όταν εκείν’ τα γύριβδε τσ’ άλλος τα μαγείρευδε,
κι όταν εκείν’ τα γύριβδε τσ’ άλλος τα μαγείρευδε.

------

Η θεια μ’ η Αμιρσούδα τρία βρατσιά φορεί,
ώσπου να λύσ’ το ένα τα δυο τα κατουργεί,
κνίστο κνίστο κομματέλι σαν βαρκούλα σαν κακβέλ’,
‘γώ το κνιώ τσ’ ετσείνο κλαίει του διαβόλ’ το μπασταρδέλ’,
τσαβτσιτσίβτσα αψηλομάτ’ έβγα στο περζάλ’ κομμάτ’.

 

Μετάφραση:

Η Μυτιλήνη μας είναι ένα τρανό χωριό,
άρχοντες και φουκαράδες ζούμε μακριά απ το Θεό.
Τί έχει ο Θεός και δε μας θέλει,
και για μας πια δεν τον μέλει.

Πουρνό πουρνό στη δουλειά μας με το καλάθι στο χέρι,

παν στο γιαλό τα παιδάκια και στα χωράφια οι γέροι.
Κήπος και Μακρύς Γιαλός,
της Μυτιλήνης μας ο ομφαλός.

Εδώ αν πάρεις μια γυναίκα θα την πάρεις με το στεφάνι,

εκτός αν βρεις μια χήρα τον πόνο σου για να σου γιάνει.
Αν δεν πηδήξεις τον Ησαΐα,
δεν έχει τη νύχτα μεγαλεία.

Ο μπάρμπας μου ο Νικόλας έχασε δυο γαλοπούλες,

τύφλες και μούντζες να 'χει όποιος τις βρει ξανά.
Κουνιόταν και τις γύρευε,
κι άλλος τις μαγείρευε.

Η θεία μου η Αμερσούδα (Μυρσίνη) τρία βρακιά φορεί,

μέχρι να βγάλει το ένα τα δυο τα κατουρεί.
Κούνησε το κούνησε το λιγάκι,
σαν βαρκούλα σαν καϊκάκι,
εγώ το κουνώ και 'κείνο κλαίει,
του διαόλου το μπασταρδάκι.