ΑΡΧΕΙΟ ΣΤΙΧΩΝ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ "Α..."

 

 

΄Ανε γιατρεύγεις τσι πληγές ετσά που λένε χρόνε,
γιάντα αφήνεις ανοιχτές δυό που 'χω και με τρώνε.

Aν δε σε δω δε τραγουδώ η σκέψη σου με σφάζει,
όπως το κύμα του γιαλού ποτέ δεν ησυχάζει.

Α μ' αγαπάς κι είν' όνειρο ποτέ μου μη γ-ξυπνήσω,
μες τη γλυκάδα τ' ονείρου θέλω να ξεψυχήσω.

Αγάπη κακοντόπαθα σαν το καλολογιάσω,
μου 'ρχεται να κουζουλαθώ και τα βουνά να πιάσω.

Αγάπησα κι εγώ ο φτωχός ένα κομμάτι χιόνι,
να το φιλήσω δεν μπορώ τ' αχείλι μου μαργώνει.

Αγιά Μαρίνα Πλατανιά Μάλεμε Κολυμπάρι,
απού το ρίγο τον πολύ ψοφούνε κι οι γαϊδάροι.

Άγιε μου Γιάννη Πρόδρομε πούχεις θεό βαφτίσει,
έλα στο νεοφώτιστο να ευχηθείς να ζήσει.

Άγιε Παντελεήμονα θα σου ζητήξω χάρη,
ευχή να δώσεις σου ζητώ στο ταιριαστό ζευγάρι.

Αγιούτο και κουρούντιση κιανούς δε θέλω μπλιο μου,
μούδε τσ' αθιβολές τωνε να μη γροικώ, του κόσμου.

Αδύνατό 'ναι ο άνθρωπος να τα στοχάζετ' όλα,
όσο κι αν είναι γνωστικός να σφάλει θέλει κιόλας.

Αέρας θέλω να γενώ εις τα Λευκά σου όρη,
κι αντίλαλος παλιού καιρού Κρήτη πανώρια κόρη.

Αέρας μαδαρίτικος εφύξενε πάλι,
και δρόσισέ μου την καρδιά που 'χενε μαύρο χάλι.

Αετός απού 'ναι μοναχός δεν έχει συναντήσει,
άλλο πουλί που να μπορεί να τονε συγκινήσει.

Αηδόνια δέκα τέσσερα κάθουνται στον οντά σας,
και λένε καλορίζικα νάναι στα στέφανά σας.

Αϊτό το λένε το πουλί απού πετά στα ύψη,
κι έχει ασκαγιές στο μπέτη του μα ντρέπεται να σκύψει.

Αλάργα πέμπω το λοϊσμό τσοι φίλους ν' ανταμώσει,
και τη γ-καινούργια τη χρονιά ευκές να τωνε δώσει.

Αλάργο φεύγ' ο στεναγμός με το χαμόγελό σου,
ελπίδα δούδει και ζωή το φως των αμαθιώ σου.

Αλίμονος τα πράματα στο κόσμο πως περνούνε,
άλλοι μερώνου τα πουλιά κι άλλοι τα κυνηγούνε.

Άλλαξε ο χρόνος κι η καρδιά έχει χαρά μεγάλη,
γιατί έκαμες ποδαρικό στή σκέψη μου και πάλι.

Άλλο να ζεις στα βάσανα κι άλλο να τα δηγάσαι,
κι άλλο στ’ ονείρου τσοι χαρές ευτυχισμένος να ‘σαι.

Άλλους γιατρεύει ο χωρισμός κι άλλους τσι θανατώνει,
άλλος χωρίζει και γελά κι άλλος πονεί και λιώνει.

Άμα μισέψει η πέρδικα και φύγει σ΄άλλα μέρη,
ούτε αητός δεν ημπορεί να την επαναφέρει.

Αμάξι δίχως κάγκελα αυτό δεν είν’ αμάξι,
άμα θα βάλλεις τον κρυγιό πως θα τόνε βαστάξει;  

Αν έχω μια σταλιά χαρά, 'πο 'σένα τηνε παίρνω,
και τη γ-καλή σου αθιβολή όπου κι α γ-κάτσω φέρνω.

Αν ήσαν οι καημοί μεζές θα 'σαν γεμάτοι ξύγκια,
και ζύγωνε τσοι πρίχου δεις ανάποδα ροδίκια.

Αν ήτανε να βάνανε στη λεβεντιά καντάρι,
δέκα οκάδες θα 'παιρνες άσπρο μαργαριτάρι.

Αν θες να μάθεις μια καρδιά πως ζει χωρίς αγάπη,
κόψε τη ρίζα ενός δεντρού και πέτα το στην άκρη.

Αν θες να σώσεις το πουλί από ιούς και γρίπες,
να μην τ' αφήνεις να πετά μα χωνετο στσοί τρύπες.

Αν κάμω αχ κάνει σεισμό πάλι κι αν κλάψω βρέχει,
μιτσή η γ-αγάπη σου κουζουλαμένο μ' έχει.

Αν κάτεχε η γυναίκα μου απόψε ήντα κάνω,
δε ξαναβρίστω καθαρό ποκάμισο να βάνω.

Αν μ' αρνηθείς καμιά φορά τον ουρανό θα σκίσω,
την γής θα σκάψω να σε βρώ να σε ξαναγαπήσω.

Αν μ’ αρνηθείς καμιά φορά δε θέλω να ‘ποθάνεις,
θέλω να ζεις και γρικώ πως στην αγάπη χάνεις.

Αν ξαναβρώ ποτές χαρά κρυφό θα το βαστήξω,
να μην το μάθ' η μοίρα μου και μου την πάρει πίσω.

Αν τραγουδήξω θέλω το κι αν κλάψω έχω δίκιο,
γιατ' είναι τ' αχειλάκι μου πρικιό σαν το ροδίκιο.

Αν τύχει και μου φέρουνε αθιβολή για σένα,
ξανοίγω αλλού να μη φανούν τα μάθια μου κλαμένα.

Ανάθεμα που βρει καιρό κι άλλο καιρό ανημένει,
γιατ’ ο καιρός τα πράματα ξανάστροφα τα φέρνει.

Αναστενάζω κι ο καπνός είναι που σχηματίζει,
τα σύννεφα στον ουρανό και βρέχει και χιονίζει.

Ανέ την θέλεις τη ζωή να 'ναι σωστό λουλούδι,
κάθε πρωί σα σηκωθείς ξύπνα με το τραγούδι.

Άνοιξη Πάσχα ομορφιά η πλιά μεγάλη σκόλη,
σαν την ημέρα τση Λαμπρής να 'ν' η ζωή σας όλη.

Αντάρτες και σταυραετοί αγρίμια και γεράκια,
πατιούνε και χορεύγουνε στα κρητικά χαράκια.

Αντιλαλούνε τα βουνά φωνιάζ' ο Ψηλορείτης,
η λεβεντιά γεννήθηκε εις το νησί τση Κρήτης.

Αντιλαλούνε ταΣφακιά φωνιάζ' ο Ψηλορείτης,
μεριάστε χώρες και λαοί να μπει ομπρός η Κρήτη.

Άντρας με άντρα διαφορά έχει πολλά μεγάλη,
άλλος χορεύγει κουνιστό και άλλος πεντοζάλη.

Απ' αγαπά γνωρίζεται αν είναι και δεσπότης,
μέσα στο χώμα να χωστεί κι αυτό θα τον προδώσει.

Απ' τη Σητεία ως τα Χανιά η Κρήτη ούλη αξίζει,
πιο κλώνο του βασιλικού κόβγεις και δε μυρίζει.

Απ' τω προβάτω το μαλλί βγαίνουνε τα κιλίμια,
μάθαινε πρώτα το χορό κ ύστερα τα τσαλίμια.

Απ’ αστραπή κι από βροντή κι από νερό και χιόνι,
κι από κασίδη και σπανό Θεός να σε γλιτώνει.

Απάνω απού τα σύννεφα δεν πιάνουν καταιγίδες
εκειά θα χτίσω μια φωλιά μόνο για μερακλήδες.

Από αμουζοδοτσίκαλο ένας χοχλιός ξανοίγει,
παντέρμη κάψα που ‘πιασε να ‘χε κιαείς πως φύγει.

Από μιτσά μαθαίνουνε τση Κρήτης τα κοπέλια,
να πορπατούν λεβέντικα στση Κρήτης τα θεμέλια.

Από τη λάψη τ' Αρκαδιού η Κρήτη φλογισμένη,
έμπεψε του ξελυτρωμού το φως στην οικουμένη.

Από το κήπο του θεού μια ανθοδέσμη κόψε,
στην αγκαλιά τζη να την πας αφού γιορτάζ' απόψε.

Απού 'ναι στη ψυχή μιτσός δεν ωφελεί το μπόι,
μουδέ και τ' αξιώματα γη το μεγάλο σόι.

Απού 'χει και κακοπερνά το κέφι ντου δεν κάνει,
άλλοι θα φαν τα ριάλια ντου κι οβρέος θα 'ποθάνει.

Απούνε νιος και δε πατεί το μάρμαρο να τρίζει,
ήντα τη θέλει τη ζωή και πως την νταγιαντίζει.

Απόψε είναι η βραδιά καλή μα 'ναι μιτσές οι γι-ώρες,
και δε σας σε χορταίνουνε των αματιώ μου οι κόρες.

Απόψε η νύχτα το καλεί κι η -γ-ώρα το διατάσει,
να πούμε στον εορταστή να ζήσει να γεράσει.

Απόψε η παρέα μας είν' ουρανός με τ' άστρα,
είναι μπαξές με λούλουδα φαρυφαλιά στη γλάστρα.

Απόψε θα γλεντίζομε κι απού ζηλεύγει ας σκάσει,
τση πικροδάφνης το ζουμί να πιεί να του περάσει.

Απόψε θα γλεντίζομε ώστε να ξημερώσει,
κι ο ήλιος ο παντοτινός να βγεί να μας σε δώσει.

Απόψε στη παρέα μας γλεντούνε νιοί και γέροι,
για τς έγνοιες και τα βάσανα δε δούδομε χαμπέρι.

Αρέσει μου να πορπατώ τη νύχτα όντε βρέχει,
να χώνει η νύχτα κι η β ροχή το δάκρυ μου όντε τρέχει.

Άρματα θέλ’ ο πόλεμος κι η Κρήτη μόνο τα ‘χει,
αμοναχός του ο Κρητικός μπορεί να δώσει μάχη.

Άρχιξε γλώσσα μ' άρχιξε και το τραγούδι ας τρέχει,
μα κάθε τόσο το κρασί την άκρα σου θα βρέχει.

Άρχιξε γλώσσα μ’ άρχιξε τραγούδηξέ καρδιά μου,
για να παινέσεις τα κορμιά που κάθουνται κοντά μου.  

Άρχιξε γλώσσα μου άρχιξε πρόσεξε να μη σφάλεις,
γιατί σε τριγυρίζουνε πολλώ λογιώ δασκάλοι.

Άρχιξε πάλι η καρδιά στον αργαλιό και φαίνει,
μόνο για μαύρες φορεσιές παραγγελίες παίρνει.

Αρώστησες κι απάντηξα στην πόρτα σου το Χάρο,
κι είπα ντου άμε στο καλό μα 'γω θα τήνε πάρω.

Άστρα μη με μαλώνετε που τραγουδώ τη νύχτα,
είχα ‘να πόνο στη καρδιά και βγήκα και τον είπα.

Αυγερινός παντεύεται την πούλια κάνει ταίρι,
κι ούλα τ' αστέρια τ' ουρανού γίνουνται συμπεθέροι.

Αυτός ο κόσμος φίλοι μου μοιάζει του περιστρόφου,
το φάε πιες και γλέντησε είν' η ζωή τ' ανθρώπου.

Αφού θωρείς πως κουτουλάς όντε θα πιεις μια στάλα,
για δε το κόβγεις το κρασί να πίνεις μόνο γάλα.

Αφού το ξεκαθάρισες κι οφέτος δε σε παίρνω,
βοσκός στ' αόρι θα γενώ στη μάντρα να ξομένω.

Αφού το τέλος τση ζωής κιαείς δεν το γνωρίζει,
γι αυτό δεν πρέπει να περνά στιγμή να μη γλεντίζει.

Άχι ήντα πήγα κι έκαμα ο καταδικασμένος,
δεν είναι τουτοσές θεός λέει ο αδικημένος.

Άχι καημένε μερακλή βαθιά που 'ν' η πληγή σου,
άνθρωπος δεν την ένιωσε την παραπόνεσή σου.

Άχι και γιάιντα σ' αγαπώ και γιάιντα σε λατρεύγω,
σ' ένα θεό επίστευγα και 'δα σε δυό πιστεύγω.

Αχι και γιάιντα σ' αγαπώ τόσο πολύ και κλαίω,
για σένα ζω για σε πονώ για σένα αναπνέω.

Άχι και γιάντα σ’ αγαπώ και γιάντα σε λατρεύγω,
σε ‘να θεό επίστευγα και δα σε δυο πιστεύγω.

Άχι και να γαέρνανε τα νιάτα σαν και πρώτα,
όπως ξαναγαέρνουνε πάνω στη γης τα χόρτα.

Άχι και να γαέρνανε τα νιάτα τρία ζάλα,
και να το ξαναβίζανα τση μάνας μου το γάλα.

Άχι και να κελάιδουνα με τ’ αηδονιού τη γλώσσα,
για να σας σε τραγούδουνα τα κάλλη σας τα τόσα.

Άχι και να μην ήτανε στην Σέλινο πασπάλοι,
να μην φυσα να λαντυορα τα όμορφα σας κάλη.

Άχι και να ταν μπορετό πριν πέσω και ποθάνω,
τα όσα βάνει ο μαύρος νους σκιάς τα μισά να κάμω.

Αχι κι εκουζουλάθηκα και κουζουλός γυρίζω,
για μια αγάπη που 'καμα και δε την νταγιαντίζω.

Άχι Λουσακιανό νερό και να 'χα ένα φλυτζάνι,
να βάλω στη καρδούλα μου απού πονεί να γιάνει.

Άχι παντέρμο Σέλινο Χανιώτικο καμάρι,
απού 'βγαλες πολλές φορές τη Κρήτη παλικάρι.

Άχι πως φεύγουν οι καιροί και καταλιούντ' οι χρόνοι,
χωρίς ν' αλλάζει τίποτα βραδιάζει ξημερώνει.

Άχι στσοι Λάκκους να ‘μουνε στση Σαβουρές τ’ αμπέλια,
να τα δροικώ πως κελαηδούν γλυκά τα ζιγαρδέλια.