ΑΡΧΕΙΟ ΣΤΙΧΩΝ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Η ΡΟΔΑΦΝΟΥΣΑ

Τραγούδι μεσαιωνικό βασισμένο σε ιστορικά γεγονότα με προέλευση από την Κύπρο.
Το τραγούδι συναντάται σε δύο παραλλαγές. Στην πρώτη ο ρυθμός του κομματιού είναι 5/8 (2-3) και στη δεύτερη 17/8 (9-8).


Κάτω στους πέντε ποταμούς κάτω σταις πέντε βρύσες,
έσει τρεις κόρες όμορφες τρεις καμαροφρυδούσες.

Την μιαν λαλούν την Αδορούν την άλλην Αδορούσαν,
την τρίτην την καλλύττερην λαλούν την Ροδαφνούσαν.

Τον μήναν που ‘γεννήθηκεν ούλλα τα δέντρ’ αθθούσαν,
εππέφταν τ’ άθθη πάνω της τζ’ εμυρωθκιοκοπούσαν.

Ροδοσταμμάν η Αδορού γλυκόν η Αδορούσα,
μα το φιλίν του βασιλιά εν για την Ροδαφνούσαν.

------

«Κάπου ‘ν που ‘στράφτει τζαι βροντά κάπου χαλάζιν ρίφκει,
κάπου ο Θεός εθέλησεν μιαν χώραν ν’ αναείρει».

«Μηδ’ εν που ‘στράφτει με βροντά μηδέ χαλάζιν ρίφκει,
η ρήαινα τες σκλάβες της ξαννοίει να της πούσιν,
χαπάρκα τζαι μηνύματα της Ροδαφνούς να πάει».

«Άνου να πάμεν Ροδαφνού τζ’ η ρήαινα σε θέλει».
«Ίντα με θέλ’ η ρήαινα τζ’ ίνταν το μήνυμάν της;

Αν ένι για το ζύμωμαν να πάρω τες σανίδες,
τζ’ αν εν για το μαείρεμαν να πάρω τες κουτάλες,
είδε τζ’ αν ένι για χόρον να πκιάσω τα μαντήλια».

«Άνου να πάμεν Ροδαφνού τζ’ ότι τζ’ αν θέλεις πκιάε».

------

Έμπην έσσω τζ’ εφόρησεν ρούχα της φορεσιάς της,
μήτε κοντά μήτε μακριά όσον της ελιτζιάς της.

Αππέσω βάλλει πλουμιστά αππέξω γρουσαφένα,
τέλεια που πάνω έβαλεν τα μαρκαριταρένα.
’Ποδά κομμάτιν λασμαρίν αν μεν την πιάσ’ ο ήλιος,
’πο τζει μήλον στο σέριν της τζαι παίζει το τζαι πάει.

Πκιάννει το τζείνον το στρατίν τζείνον το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν βκάλλει την στης ρήαινας τον πύρκον.

Στέκεται δκιαλοΐζεται πως να την σαιρετίσει;

«Τζαι να της πω μουσκοκαρκιά μουσκοκαρκιά ‘σιει κόγγλους,
τζαι να της πω τρανταφυλλιά τρανταφυλλιά ‘σιει αγκάθκια,
άτ’ ας την σαιρετίσουμεν σαν πρέπει σαν αξίζει».

------

Εξέβην το ‘ναν το σκαλίν τζ’ εσούστην τζ’ ελυΐστην,
εξέβην τ’ άλλον το σκαλίν τζ’ εψιντροκανατζίστην.

«Ώρα καλή βασίλισσα τζαι ρή(γ)α θυ(γ)ατέρα,
που λάμπεις πα’ στον θρόνο σου σαν άσπρη περιστέρα».

Τζαι πολοάτ’ η ρήαινα μ’ ένα στόμαν γεμάτον:
«Είδα σε τζ’ εσπαγιάστηκα τζ’ εκούμπησα στον τοίχο
τζ’ έχασα τζαι τα λόγια μου που ‘σεν να σου συντύχω.

Εγιώ ‘δα  σ’ εσπαγιάστηκα τζ’ ο ρήας πως να μείνει!
έλα να πάμεν Ροδαφνού τζ’ αφταίννει το καμίνιν».

------

«Δώσ’ μου δκυο ώρες ‘πομονήν τζαι δκυο καρτεροσύνην,
να βάλω μίαν φωνήν μιτσίν τζαι μιαν φωνήν μιάλην,
πέρκι μ’ ακούσ’ ο βασιλιάς τζ’ έρτει να με ποσπάσει».

«Τζαι βάλε μιαν τζαι βάλε δκυο τζαι βάλε όσες θέλεις,
ο βασιλιάς εν μακριά να ‘ρτεί να σε ποσπάσει».

------

Πάνω στο φαν πάνω στο πκιειν ο βασιλιάς ακούει.
«Μουλλώστε ούλα τα βκιολιά τζαι ούλα τα λαούτα,
τούτ’ η φωνή που ‘ξέβηκεν εν της Αροδαφνούσας.

Σκλάβοι φέρτε τον μαύρον μου τον πετροκαταλύτην,
που καταλύει τα σίερα τζαι πίννει τον Αφρίτην».

------

Τζ’ ώσπου να πει «έσετεν γειαν» έκοψεν σίλια μίλια,
τζ’ ώσπου να πούσιν «στο καλόν» έκοψεν άλλα σίλια,
τζαι με τα νέφη περπατά τζαι με τον ήλιον τρέσει,
στην τρίτην την φτερνιστηρκάν στον πύρκον κατεβαίννει.

------

«Έλ’ άννοιξε μου ρήαινα τζ’ έχω μιάλην βίαν».
«’Επαρ’ μου λλίην ‘πομονήν όσον πολλύν μίαν ώραν».

Κλωτσιάν της πόρτας έδωκεν μπαίνν’ έσσω καβαλλάρης,
τζαι βρίσκει την Αροδαφνούν στο γαίμα τυλιμένην,
τζαι βλέπει τζαι την ρήαιναν στα πεύτζια καθισμένην.

------

Αρπάσσει την Αροδαφνούν στα πεύτζια την καθίσκει,
τζ’ αρπάσσει τζαι την ρήαιναν στο γαίμαν την τυλίει.

Την Ροδαφνούν εθάψαν την παπάδες και ‘γουμένοι,
την ρηαινάν εφάαν την δκυο σσύλοι πεινασμένοι.