ΑΡΧΕΙΟ ΣΤΙΧΩΝ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ "Ο..."

 

 

Ο αετός απού πετά ψηλά 'ναι αντειωμένος,
με μπόρες και με θύελες είναι αναθρεμένος.

Ο αετός κι η πέρδικα σα σμίξουν τα φτερά τους,
άλλο πουλί δεν ημπορεί να μπεί ανάμεσά τους.

Ο αετός πετά ψηλά κι ανέ βροντά και βρέχει,
είναι από τη φύση ντου σκληρός τσι μπόρες να τς αντέχει.

Ο άνθρωπος ο μερακλής απ' όλους αγαπιέται,
κι αν δέχεται χτυπήματα πάντα ψηλά κρατιέται.

Ο άνθρωπος ο μερακλής με το χρυσάφι μοιάζει,
όσο χρονώ κιανέ γενεί ποτές του δε σκουριάζει.

Ο άνθρωπος ο μερακλής στο χρόνο δεν αλλάζει,
μοιάζει ψηλής βουνοκορφής που χιόνι τη σκεπάζει.

Ο άντρας εις τα δύσκολα ποτές του δε δειλιάζει,
και για το δίκιο πολεμά κι εχθρούς δε λογαριάζει.

Ο άντρας που 'ναι μερακλής δεν το βρηκε στο δρόμο,
το μερακλήκι σέρνει ντο απου γεννιές αιώνω.

Ο βασιλιάς τω λουλουδιώ λένε πως είν' ο κρίνος,
μα στη δική σας ομορφιά μαραίνεται και κείνος.

Ο γεις θα δώσει γιασεμί κι άλλος θα δώσει δυόσμο,
για να βαστά η φιλία μας ώστε να στέκ’ ο κόσμος.

Ο ήλιος είναι τουρανού το πιο λαμπρό αστέρι,
μα η δική σας λεβεντιά στη γη δεν έχει ταίρι.

Ο ήλιος το βασίλεμα σε φίλησε στ’ αχείλι,
και πήρ’ ο ουρανός φωτιά και κάηκε το δείλι.

Ο κάτω κόσμος να 'τονε ωσάν και τον απάνω,
ήθελε να παρακαλιώ για να γοργαποθάνω.

Ο κόσμος είν’ απέραντος κι έχει χιλιάδες στράτες,
κι εμείς εγεννηθήκαμε περαστικοί διαβάτες.

Ο Κρητικός γή θα γλεντά γή θα βαστά τουφέκι,
γή θα 'ναι πάνω στο τζουγκρί περήφανα να στέκει.

Ο Κρητικός στην ξενητειά δε πρέπει να ‘ποθαίνει,
γιατί το χώμα είν’ βαρύ κι η πλάκα είναι ξένη.

Ο Κρητικός το θάνατο τον έχει για παιγνίδι,
χάρος χτυπά τη πόρτα ντου λι αυτός μουστάκι στρίβει.

Ο μερακλής ο άνθρωπος απ' όλους ξεχωρίζει,
γιατί τον κόσμο τούτονε κατέχει να γλεντίζει.

Ο μερακλής ο άνθρωπος δε γίνεται γεννιέται,
και στση καρδιάς του τα στενά η λεβεντιά πλανιέται.

Ο μερακλής ο άνθρωπος δε πρέπει να γεννιέται,
γιατί στο κόσμο τούτονέ μόνο πως τυραννιέται.

Ο μερακλής ο άνθρωπος στο πένθος δε βαστιέται,
κι αν τραγουδεί κιαμιά φορά να μη παραξηγιέται.

Ο μισεμός έχει καημό το έχε γειά 'χει ζάλη,
και το καλοσωρίσετε έχει χαρά μεγάλη.

Ο πετεινός τση γειτονιάς παίζει με τσ' όρνιθές μου,
άχι και να 'παιζα και γω με τσι γειτόνισσές μου.

Ο πλουσιότερος τση γης είμαι και το πιστεύγω,
γιατί 'χω φίλους που 'ρχουνται όποτε τσι γυρεύγω.

Ο πόνος διώχνει τη χαρά και η χαρά τον πόνο,
κάθε πληγή γιατρεύεται με φάρμακο το χρόνο.

Ο πόνος που 'χω στη καρδιά δε πρόκειτε να γιάνει
εκτός εάν το όνειρο απού δα ξεδηλιάνει.

Ο ποταμός κι οι κοπελιές τον ίδιο νου βαστούνε,
και δεν τον ε-γαέρνουνε όσοι κι αν μαζωχτούνε.

Ο πρίνος στέκει ακλόνητος κι αν σπάσει από χιόνι,
η ρίζα ντου χιονόνερα πίνει και δυναμώνει.

Ο χάρος θέλει σκότωμα η κεφαλή ντου κόμα,
γιατί μας σε μονομεριά στση μαύρης γης το χώμα.

Ο χρόνος εις το πέρασμα Θέ μου πληγές τση φέρνει,
κι όμως τονε γιορτάζουνε κάθε φορά που μπαίνει.

Ο χρόνος τέσσερις φορές αλλάζει πανωφόρι,
μα ‘γω τς αγάπης το καημό τον έχω μονοφόρι.

Οι - γι – άντρες οι φανισιμιοί κι οι καστροπολεμάρχοι,
πως είν’ οι μπάλες δανεικές κατέχουν το στη μάχη.

Οι χρόνοι πάνε κι έρχουνται ο γείς τον άλλο σέρνει,
πέρν' αναμνήσεις ο παλιός κι ο νιός ελπίδες φέρνει.

Οι γι άντρες που ‘χουν λεβεντιά παλικαριά και χάρη,
στον ψεύτη κόσμο τούτονέ θα μείνουνε ξαμάρι.

Οι μαντινάδες κι οι σκοποί και τα πολλά τραγούδια,
εκάμανε τσοι κοπελιές και κουτουλούν τα βούγια.

Οι μερακλήδες το ‘χουνε κατέχουν να γλεντούνε,
κατένε να ‘ποθαίνουνε, κατέχουν και να ζούνε.

Οι μερακλήδες το ‘χουνε κι είναι πάντα θλιμένοι,
κι είναι στ' αχείλι γελαστοί και στη καρδιά καημένοι.

Οι σταυραετοί πετάξανε πάνω από την Κρήτη,
κι είδανε πως η λεβεντιά από 'κειδά δε λείπει.

Οι τρόποι σας με κάμανε εκατομυριούχο,
κι ανάθεμά τη τη δραχμή και τη τη πεντάρα που ‘χω.

Οι φίλοι οντέ θα σμίξουνε η γης αναδακριώνει,
και τα βουνά ραίζουνε κι η θάλασσα φουσκώνει.

Όλα ωραία και καλά λέει ο ευτυχισμένος,
μα ηντά τη θέλω ετσά ζωή λέει ο δυστυχισμένος.

Ομορφονιέ τση μάνας σου λεβέντη και ζαρίφη,
χαρά σ' αυτή που στάθηκε στο 'να σου πλάι νύφη.

Όντε θα σ’ αναστορηθώ με τα θεριά μαλώνω,
και με τσι δράκους πολεμώ μα σα σε δω μερώνω.

Οντέ μιλήσει η γλώσσα σου είναι πρεπειά στο γλέντι,
δεν είδανε τα μάτια μου καλύτερο λεβέντη.

Όντε βρεθείς με μερακλή κερδίζεις και δε χάνεις,
όσα κι αν έχεις ξόδευγε φίλο να τόνε κάμεις.

Όντε θα δεις στον ουρανό σύνεφα να περνούνε,
είναι δικοί μου στεναγμοί κι έρχουνται να σε βρούνε.

Οντέ θα κλέεις μη γελάς κι οντέ γελάς μη κλαίεις,
κι όσα σου πούνε μη τα πεις κι όσα κατές μη λέεις.

Όντε θα σ' αναστορηθώ το αίμα μου μαργώνει,
και τρεμουλιάζει το κορμί και το μυαλό θολώνει.

Οντέ θα σ’ αναστορηθώ κιτρομανταρινιά μου,
τότ’ αναπεταρίζουνε τα φύλλα τση καρδιάς μου.

Οντέ θα σ’ αναστορηθώ το αίμα μου μαργώνει,
κι ο νους μου διασκορπίζεται σαν τ’ άχερα στ’ αλώνι.

Οντέ θα στεφανώνεσαι αντίς λεφτά θα βγάλω,
από το μπέτη την καρδιά στο δίσκο να τη βάλω.  

Όντε περνάς την πόρτα μου να μην περνάς με φόρα,
αγάλι - αγάλι να περνάς να σε θωρώ πολιώρα.

Όντε περνάς το ποταμό τα πόδια σου μη γρένεις,
γιατί αλληλοϊζετε κι όθεν αλλού πηγαίνει.

Όντε περνάς τον ποταμό μη σταματάς πολιώρα,
στένεται και σε σοντηρά και θα διψάσ' η χώρα.

Όντε πετάξει η πέρδικα καλά να τση ξαμώνεις,
γιατ' είσ' ακόμης ατζαμής και δε τηνέ σκοτώνεις.

Όντε ποθάνει ο μερακλής να μη στενοχωράστε,
μα μπαλωτές να παίζετε και να χαροκοπάτε.

Οντέ προβάλω και σε δω στη τρούλα του δωμάτου,
με πιάνει συγκαήλωμα και ρίγος του θανάτου.

Όντε προβάλω και σε ιδώ Λακκιώτικο μου Κάστρο,
τάξε πως βλέπω τουρανού το πλιά λαμπό του άστρο.

Οντέ προβάλω στ’ όβγορο και δε σε δω πουλί μου,
πέφτει το παλιομάντηλο από τη κεφαλή μου.

Όντε ρημάξει ένα χωριό χάνει την ομορφιά ντου,
μοιάζει τ’ αθρώπου που σεβντάς έκαψε τη καρδιά ντου.

Όντε σε γέννα η μάνα σου έφαε πορτακάλι,
και σ' έκαμε τραγουδιστή κι όμορφο παλικάρι.

Όντε σε γέννα η μάνα σου ήταν μεγάλη σκόλη,
κ’ ελουτρουγούσαν ο Χριστός κ’ οι δώδεκ’ Αποστόλοι.

Όντε στελιώνεις μια φιλιά σάζε γερά θεμέλια,
για να μη δεις τα χάλια τζη ωσά ντα καβροκέλια.

Όποιος αγάπη αρνηθεί το νόμο παραβαίνει,
και την ψυχή ντου ο θεός στην κόλαση πηγαίνει.

Όποιος δε θέλει τίκι - τακ σε χαλκουργιό δε μπαίνει,
κι όποιος δε θέλει πείσματα σ' αγάπη δε μπερδεύει.

Όποιος δεν είναι μερακλής και στ’ άρματα τεχνίτης,
είναι χαράμι ντου να ζει εις το νησί τση Κρήτης.

Όποιος μου πει να σ’ αρνηθώ όσο κι αν είναι φίλος,
θα του βαστώ κακοσινιά κι ας μου βαστά και κείνος.

Οποιος μπορεί την σκέψη του να τηνε κάνει πράξη,
ούλος ο κόσμος να πνιγεί αυτός δεν θα πλαντάξει.

Όποιος σκοντάψει όρθια μένει να συνεχίσει,
είναι το σκόνταμα αφορμή έδαφος να κερδίσει.

Όποιος το πίνει το κρασί έχει καρδιά περβόλι,
κι ούλες οι μέρες του θεού για 'κείνον είναι σκόλη.

Όποιος φοβάται τη φωτιά μην έρχεται κοντά μου,
γιατί θα τόνε κάψουνε τ' αναστενάγματά μου.

Όποτε θέλω πέρδικα παίζω και σε σκοτώνω,
μ' αφήνω σε να κελαιδής για να σε καμαρώνω.

Όπου κι αν γράψω σ' αγαπώ με τον καιρό θα σβήσει,
γι' αυτό το γράφω στην καρδιά παντοτινά να ζήσει.

Όπου κι αν επορπάτηξα κι όσους αθρώπους ξέρω,
δεν είδανε τα μάθια μου ετσά λεβέντη γέρο.

Όπως μυρίζουν τσ' Άνοιξης τα ρόδα στην αυλή σου,
ετσά μυρίζ' η σκέψη μου με την αθιβολή σου.

Όπως ξετρέχουν τα κεριά μ' άγιο φως ν' ανάψουν,
να συνορίζουντ' οι χαρές να 'ρθουν σε σας ν' αράξουν.

Όπως ταιριάζει τουρανού τάστρα και το φεγγάρι,
ετσά ταιριάζει και σε σας η λεβεντιά κι η χάρη.

Όσ' είν' ο τάφος σκοτεινός ετσά 'ναι κι η καρδιά μου,
κι ως τρέχ' η βρύση το νερό τρέχουν τα δάκρυά μου.

Όσ' ο αέρας κι αν φυσά το δρυ ποτέ δε παίρνει,
ετσά 'ναι κι η φιλία μας στον κόσμο στεριωμένη.

Όσ’ άνθη έχει ο Μάιος και ο χειμώνας χιόνια,
εύχομαι στην παρέα μου ευτυχισμένα χρόνια.

Όσ’ άνθη έχει ο Μάιος και ο χειμώνας χιόνια,
εύχομαι στον εορταστή ευτυχισμένα χρόνια.

Όσα κι-αν παίρνω γιατρικά δε μου περνά η ζάλη,
αδέ χορέψω κια δε δω τση Κρήτης πεντοζάλη.

Όσα σκεπάζει ο ουρανός και σ’ όσο τόπο βρέχει,
τόσο αξίζει η τιμή άνθρωπος να την έχει.

Όσα σκεπάζει ο ουρανός κι όπου ο ήλιος λιάζει,
δεν θα υπάρχει Κρήτη μου τόπος που να σου μοιάζει.

Όσα 'χει μέσα ο ποταμός χιλιάδες τα χαλίκια,
τόσα 'χει κι παρέα μου στο κόσμο μερακλίκια.

Όσες κεδιές και βελονιές έχει το νυφικό σου,
ούλες να γίνουνε χαρές στο νέο σπιτικό σου.

Όσες οκάδες πέφτουνε εις τσοι μαδάρες χιόνια,
τόσα και σεις να ζήσετε ευτυχισμένα χρόνια.

Όσες χιλιάδες έρχουνται στη Κρήτη χελιδόνια,
σας εύχομαι να ζήσετε ευτυχισμένα χρόνια.

Όσες χιλιάδες έρχουνται στην Κρήτη χελιδόνια,
εύχομαι στο αντρόγυνο ευτυχισμένα χρόνια.

Όση χαρά 'χει ο κοτσυφός οντέ θα μπει στ' αμπέλι,
τόση χαρά 'χει η κοπελιά όντε θα ιδεί κοπέλι.

Όσο η δική μου η μαθιά δε σμίγει τη δική τζη,
καρδιά και νους τη μ- πλια καλή έχουν αθιβολή τζη.

Όσο φορούνε άρματα άντρες με μαύρα γένια,
θα μένουν απροσκύνητα τση Κρήτης τα μπεντένια.

Ότι καιρός κι ανέ χτυπά τον πρίνο δε λυγίζει,
είναι δεντρό που θύελες και μπόρες νταγιαντίζει.

Ότι κι αν πω μου φαίνεται για σας θα είναι λίγο,
γι' αυτό δεν πρέπει να μιλιώ παρά να σας ξανοίγω.

Ούλ' αγαπούν και χαίρουνται μα 'γω αγαπώ και κλαίω,
και σε μια πέτρα κάθομαι τον πόνο μου και λέω.

Ούλ' οι αγγέλοι τουρανού κι οι δώδεκα Αποστόλοι,
να μας σε συντροφεύγουνε καθημερνή και σκόλη.

Ούλα περνούν και χάνουνται στου κόσμου την πορεία,
εκείνο -να- που δεν περνά είν' η καλή φιλία.

Ούλα σας είναι όμορφα μα πλιά πολύ μ' αρέσει,
ο κόσμος σας ο ψυχικός που σ' ούλα υπερέχει.

Ούλα σου είναι όμορφα μα πλια πολύ μ’ αρέσει,
ο κόσμος σου ο ψυχικός που απ’ ούλα υπερέχει.

Ούλα τ' αστέρια εσβήσανε μα το δικό μου μόνο,
απόμειν' αβασίλευτο για να μετρά τον πόνο.

Ούλα τα δικαστήρια του κόσμου να γυρέψεις,
να σ' αγαπώ δεν ημπορείς να μου τ' απαγορέψεις.

Ούλες οι μαδαρίτικες βιόλες να μαζωχτούνε,
τη μυρωδιά σας δεν μπορούν να την -ε- παραβγούνε.

Ούλες οι χάρες του κορμιού με το καιρό περνούνε,
μα οι μερακλίδικες καρδιές γλεντούν και δε γερνούνε.

Ούλες οι χάρες του κορμιού με τον καιρό περνούνε,
μα οι μερακλήδικες καρδιές γλεντούν ώστε να ζούνε.

Ούλες τσ’ ευχές μαζώξαμε και μπέψαμε κοντά σας,
και λένε καλορίζικα να ‘ναι τα στέφανά σας.

Ούλο τον κόσμο γύρισα ανατολή και δύση,
σα τη δική σας λεβεντιά δεν έχω συναντήσει.

Ούλο τον κόσμο γύρισα τον έκαμα άνω κάτω,
μαράζι τόχα να σας ιδώ μα εκατάφερά το.

Ούλοι με λένε κουζουλό μα ‘γω ‘τσα θέλω να ‘μαι,
να στρώνω το σακάκι μου στσι στράτες να κοιμάμαι.

Ούλοι να κάμετ' όρεξη και όρεξη θα κάμω,
να τόνε ξετελέψομε και τούτονε το γάμο.

Ούλος ο κόσμος απ’ τη μια κι η Κρήτη απού την άλλη,
ώ τη παντέρμη ζυγαριά στη Κρήτη γέρνει πάλι.

Ούλος ο κόσμος να ‘ναι επά και μια ψυχή να λείπει,
μαύρος μου φαίνεται ουρανός και σκοτεινό το σπίτι.

Ούλος ο κόσμος να χαθεί η Κρήτη έχει ελπίδες,
γιατί δεν παύει να γεννά ανθρώπους μερακλήδες.

Ούλου του κόσμου τα νησιά απού ‘ναι στον πλανήτη,
για να μονομερίσουνε δε κάνουνε μια Κρήτη.

Οφέτος τα Χριστούγεννα κερί να μην ανάψεις,
μα 'γω θα κάμω το κορμί λαμπάδα να τ' ανάψεις.

Οψάργας μες στον ύπνο μου ζούσα σε ξένους τόπους,
ω τα παντέρμα όνειρα πως ξεγελούν τσ'ανθρώπους.

Οψάργας τόειδα τ' όνειρο κι εδά μου ξεδηλιένει,
πως με παρέα εκάθουμου άξια και τιμημένη.

Οψές αργά είδα τόνειρο κι εδά μου ξεδηλιένει,
πως με παρέα εκάθουμουν άξια και τιμημένη.