ΑΡΧΕΙΟ ΣΤΙΧΩΝ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ "Μ..."

 

 

Μ' αρέσει στην ακρογιαλιά να κάθομαι να κλαίω,
σε κάθε κύμα που 'ρχεται τον πόνο μου να λέω.

Μ' έκαμ' η μοίρα βασιλιά στου στεναγμού το θρόνο,
σ' όλους να δίνω τη χαρά και γω να ζω στο πόνο.

Μ' εκείνο των οζώ τ' οζό, 'που διάλεξες να πάρεις,
με το καλό και το ταχιά, βοσκός και κουραδάρης,

Μ' ένα σου ναι κάνω χαρά μ' ένα σου όχι σβήνω,
και μ' ένα σου χαμόγελο παίρνω χαρές και δίνω.

Μ’ Εγώ για το χατίρι σας τη νύχτα κάνω μέρα,
και το φαί μου κόβγω ντο και ζιώ με τον αέρα.

Μα ‘συ κανέλα δε μασείς μόσκο δε κοπανίζεις,
γαρύφαλλα δε γεύγεσαι ηντά ‘χεις και μυρίζεις.

Μα θα σε κλέψω θέλει ‘γω να πάμε εις τσοι Λάκκους,
να σε γυρεύγει η μάνα σου με τσοι χωροφυλάκους.

Μάγισες δεν ξαναρωτώ βότανα δεν γυρεύγω,
τα λόγια σου τα ψεύτικα στο διάολο τα μπέμπω.

Μαδάρες με τ’ αγρίμια σας και με τη Σαμαριά σας,
οχτρός ποτές δε πάτησε τ’ άγια χώματά σας.

Μαδάρες μου Χανιώτικες κορφή του Ψηλορείτη,
και Λασιθιώτικα βουνά γεια σου παντέρμη Κρήτη.

Μακριά μου κι αν -ε- βρίσκεστε ο νους μου είναι κοντά σας,
και μια στιγμή απ' το στόμα μου δε λείπει τ' όνομά σας.

Μαχαίρι κρητικό βαστώ κιανένα δε φοβούμαι,
κι όπου αγαπώ μην αγαπάς γιατί θα σκοτωθούμε.

Με ‘καμε η μοίρα βασιλιά στου στεναγμού το θρόνο,
να δίνω σ’ ούλους τη χαρά και ‘γω να ζω στο πόνο.

Με σφαλιχτά τα μάθια μου, στη γ-κλίνη μου αποπάνω,
θωρώ σε και ανοίγω τα μα μονομιάς σε χάνω.

Με τα λεφτά ένα μερακλή ποτέ δεν αγοράζεις,
με μια δεκάρα κάλπικη χίλιους ρουφιάνους βγάζεις.

Με το σιγό - σιγό νερό φυτρώνει το ροδίκιο,
κι αγάλια - αγάλια γίνεται του καθενός το δίκιο.

Με το φεγγάρι καθ' αργά σου πέμπω τα φιλιά μου,
και νυχτοξημερώνεσαι μέσα στην αγκαλιά μου.

Με τον αέρα σείουνται τα φύλλα του πλατάνου,
χαρώτα 'γω τα μάτια σου παιγνίδια μου τα κάνου.

Με τον καιρό τα δύσκολα και τα βαριά αλαφραίνουν,
των πληγωμένων οι καρδιές γιατρεύγουνται και γιένουν.

Μεγάλες είναι οι χαρές όντε μονομεριούνε,
ούλοι οι γ-ανθρώποι του σπιτιού και πίνουν και γλεντούνε.

Μεγάλο πράμα να μπορείς με το τραγούδι μόνο,
να μετατρέπεις σε χαρά του δυστυχή το πόνο.

Μέρα και νύχτα τραγουδεί η Κρήτη και γλεντίζει,
και με τα μερακλίκια τζη ούλη τη γη στολίζει.

Μεράκι τόχω στη καρδιά φίλους να ανταμώνω,
να γλυκοροζονάρομε και να τσι καμαρώνω.

Μες στη καρδιά μου κουβαλιώ την Κρήτη και τη λύρα,
τσοι φίλους και τα βάσανα που μούδωκε -ν- η μοίρα.  

Μες στην καρδιά μου έβαλα ούλη την αρχοντιά σας,
και ο Χριστός σας εύχομαι να βρίσκεται κοντά σας.

Μες στην καρδιά σου φίλε μου φωλιάζουνε τ’ αηδόνια,
και κελαηδούν και λιώνουνε απ’ τσι κορφές τα χιόνια.

Μες στο σαλόνι τσι καρδιάς έπιπλο σ' έχω βάλει,
και θα τσακίσω τα κλειδιά κανείς να μη σε βγάλει.

Μέσα στα φύλλα τση καρδιάς καρκίνος δε φυτρώνει,
γιατί τη σέβεται κι αυτός που τη χτυπούν οι πόνοι.

Μέσα στο γέλιο πολεμώ το μ-πόνο μου να θάψω,
κι άνε γελώ κιαμιά φορά γελώ για να μη γ-κλάψω.

Μέτρησε τ’ άστρα τ’ ουρανού κι άμα θα τα τελειώσεις,
πως έπαψα να σ’ αγαπώ ετότεσας θα νοιώσεις.

Μη μου ξωμένης μπλιο στα 'ζα, βοσκό θα σου πλερώνω,
θέλω να καρφιχτίζομαι στα δυο σου μάθια μόνο.

Μη την γυρεύγεις την χαρά σα δε κατέεις που ΄ναι,
λαγόνευγέ ντη σε καρδιές που ξ΄ρουν να γλεντούνε.

Μη τονέ κλαίς τον αετό οντέ πετά και βρέχει,
μόνο να κλαίς ένα πουλί απού φτερά δεν έ'ει.

Μη τσοι φοβάσαι τσοι πληγές αυτές π’ αιμοραγούνε,
μα τσοι κρυφές που δεν μπορούν μάτια γιατρού να ιδούνε.

Μην τα πετάς τα λόγια σου σαν άχυρο στ' αλώνι,
γιατί τα παίρνει ο άνεμος και ποιος τα συμμαζώνει.

Μην ταξιδεύγεις με το νου χωρίς να βλέπεις δρόμο,
και μη θαρείς πως τη χαρά θα βρεις με δίχως πόνο.

Μην τόνε κλαις τον αετό όντε πετά και βρέχει,
μόνο να κλαίς ένα πουλί απού φτερά δεν έχει.

Μήνυμα πέμπω στσ' άρχοντες τση Γης 'που κυβερνούνε,
ανέ μ-πιστεύουνε Θεό στο δρόμο του να μπούνε.

Μια μαντινάδα θα σας πω γι' αυτό το νέο χρόνο,
η ευτυχία να χτυπά την πόρτα σας και μόνο.

Μια μαντινάδα θα σας πω ευχή να δώσουμ' όλοι,,,
να ζήσει το αντρόγυνο και η παρέα όλη.

Μια μαντινάδα θε να πω απάνω εις τη γυάλα,
δε φτάνουν' όσα σου 'κλεψα μα θα σου κλέψω κι άλλα.

Μια μαντινάδα θε να πω απάνω στη μπουκάλα,
να ζήσ’ η νύφη κι ο γαμπρός κουμπάρος και κουμπάρα.

Μια μαντινάδα θε να πω απάνω στο κεράσι,
η όμορφη παρέα μας να ζήσει να γεράσει.

Μια μαντινάδα θε να πω απάνω στο κεράσι,
να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός να ζήσει να γεράσει.

Μια μαντινάδα θε να πω απάνω στο κεράσι,
τα έχνη απού μου κλεψες αίμα να τα ξεράσεις.

Μια μαντινάδα θε να πω ένα μαντιναδάκι,
πως θέλει ο μεζές κρασί κι η κοπελιά κανάκι.

Μια μερακλήδικη καρδιά που τς άλλες ξεχωρίζει,
γιατί τον πόνο τζη χαρά κάνει και τον γλεντίζει.

Μια μερακλίνα κοπελιά κάνει σαν άλλες δέκα,
κι ‘ναι μεγάλο χάρισμα να τόει μια γυναίκα.

Μιλείς και πέφτουνε ανθοί και δένει το πιπέρι,
χαράς τηνε που στάθηκε στη μια σου -μ-πάντα ταίρι.

Μισό κομμάτι τση χαράς μου το 'χεις δώσει θέ μου,
και μια κατάρα να μη βρώ τάλλο μισό ποτές μου.

Μοίρα δε σε φοβούμαι μπλιό κι ότι κι αν θέλεις κάμε,
κι αν ε-γυρεύγεις να με βρεις λέω σου πως επά 'μαι.

Μούδε καρδιάς, μούδε σπιθιού τσι πόρτες δε σφαλίζω,
χαρά κι αγάπη σ' όποιο μπει ξένο-δικό, χαρίζω.

Μπαξέ μου ακορφολόητε κι ανύδρο μου περβόλι,
γιαιντά ‘σαι μερακλήδικο και σου ζηλεύγουν όλοι.

Μπεγεντισμένη συντροφιά κι απού σου βρει ψεγάδι,
πρέπει να βρει και του νερού που 'ναι στ' αποπηγάδι.

Μυρίζουν οι λεμονανθοί βασιλικοί προπάντων,
σαν τη παρέα τούτηνε δε είδα τέλος πάντων.

Μυρίζουν οι λεμονανθοί νερατζανθοί προπάντων,
σαν τη παρέα τούτηνε δε είδα τέλος πάντων.