ΑΡΧΕΙΟ ΣΤΙΧΩΝ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ "Η..."

 

 

Η αγάπη θέλει φρόνεψη θέλει ταπεινωσύνη,
θέλει λαού πορπατηξιά κι αητού γληγοροσύνη.

Η αθιβολή σου γίνεται αιτία και ξυπνούνε τ' αηδόνια,
'που 'χω στην καρδιά και γλυκοκελαηδούνε.

Η αρχοντιά κι η λεβεντιά στη χώρα δεν πουλιέται,
μα δίνεται στον άνθρωπο την ώρα που γεννιέται.

Η γι ομορφιά σε ‘να κορμί αμοναχή δε φτάνει,
στη βιόλ’ αξίζει τάρωμα κι η μυρωδιά που βγάνει.

Η γνώση το 'πε τση τιμής, 'που τα πρεπά γνωρίζει,
άχνη καλής αθιβολής σαν τον αθό μυρίζει.

Η δάφνη κι ο κυπάρισος επλέξανε τσοι κλώνους,
τον εύχομαι να ζήσουνε ευτυχισμένους χρόνους.

Η ευτυχία να γενεί πέλαγος δίχως δύση,
να ταξιδεύετε μαζί σε ούλη σας τη ζήση.

Η κορυφή ΄ναι κορυφή αν είν’ και χιονισμένη,
το βράχο δέρνει η θάλασσα μα πάντα βράχος μένει.

Η Κρήτη δεν εσκιάχτηκε ούτε ποτές φοβάται,
ακόμης κι αν πατήθηκε ποτές δεν καταχτάτε.

Η Κρήτη με την λευτεριά μονάχα ζευγαρώνει,
και την σκλαβιά την πολεμά και την ε-θανατώνει.

Η λεβεδιά κι η γι' αρχοδιά συμπορπατούν ομάδι,
όσο γ-κι α μ-ψάχν' απάνω σου δε βρίχνω 'να μ-ψεγάδι.

Η λεβεντιά ‘ναι μια φωτιά που όποιος τσι σιμώσει,
γή θα καεί γή νόημα εις τη ζωή θα δώσει.

Η λεβεντιά δε δίνεται μουδέ και δε πουλιέται,
δώρο τη δίνει ο θεός του ανθρώπου όντε γεννιέται.

Η λεβεντιά είν’ όμορφο άνθρωπος να την έχει,
μα θέλει δυνατό κορμί καρδιά να την αντέχει.

Η λεβεντιά κι η αρχοντιά έχουν περίσια χάρη,
χαράς σ' αυτόν απού μπορεί κι απού τα δυό να πάρει.

Η λεβεντιά να τη βαστάς είναι μεγάλος κόπος,
μα ‘που περάσεις και σταθείς μοσκοβολά ο τόπος.

Η λεβεντιά 'ναι μια πληγή που πάντα αίμα τρέχει,
Θε μου και πως την ε-βαστά αυτός απού την έχει.

Η λεβεντιά σας πορπατεί σ’ ανατολή και δύση,
κι η Κρήτη που τη σοντηρά λεει πως δε θα σβήσει.

Η λεβεντιά στον άθρωπο είναι μια παρουσία,
ως είν' ο πολυέλαιος μέσα στην εκκλησία.

Η λεβεντιά στον άνθρωπο είναι μεγάλο πλούτος,
να τρως να πίνεις να γλεντάς στον ψεύτη κόσμο τούτο.

Η λεβεντιά στον άνθρωπο μεγάλο χάρισμά 'ναι,
κι ο΄θλοι που τόνε συναντούν διπλά τον χαιρετάνε.

Η λευτεριά ‘ναι κόκκινη αιμάτου έχει χρώμα,
και κόκαλα παλικαριώ έχει δικό τζη στρώμα.

Η λευτεριά 'ναι 'να δεντρό που με νερό δεν πιάνει,
με αίμα οντέ ποτίζεται ρίζες και φύλλα βγάνει.

Η μαντινάδα η Κρητικιά δούδει ζωή στο γλέντι,
χάρη πρεπειά στην κοπελιά κι αέρα στον λεβέντη.

Η μια μεριά του φαραγγιού δε σμίγει με την άλλη,
και καρτερούνε το σεισμό για να βρεθούνε πάλι.

Η νύχτα φέρνει την αυγή και η αυγή τη μέρα,
σαν είν’ η μάν’ από γενιά είναι κι η θυγατέρα.

Η πεθυμιά κι η αθιβολή ομορφοθυγατέρες,
τζιμποφιλιούνται καθ' αργά στου νου μου τσι βεγγέρες.

Η πέτρα λένε είν’ σκληρή όμως δεν είν’ αλήθεια,
είναι σκληρότερες καρδιές που κρύβονται στα στήθια.

Η πίστη κάνει τον παπά κι η τέχνη τη ξυφάντρα,
η γνώση τον καθηγητή κι η λεβεντιά τον άντρα.

Η πόρτα μου 'ναι ορθάνοιχτη, ποτέ τζη δε σφαλίζει,
κι όποιος θα μπει κλίνη θα βρει και τάβλα να δειπνίζει.

Η ρίζα θρέφει τη κορφή κι η ρίζα τη ξεραίνει,
κι ας βρίχνεται στη γης χωστή και καταφρονεμένη.

Η φυλακή 'ναι 'να σκολειό απού πολλά μαθαίνεις,
μα 'ναι μεγάλο βάσανο στη φυλακή σα μπαίνεις.

Ήθελα θε μου μια στιγμή τση θάλασσας να μοιάσω,
για να μπορέσω ολόκληρη την Κρήτη ν’ αγκαλιάσω.

Ήθελα θε μου να ‘μουνε στο Γκίγκιλο γεράκι,
να καμαρώνω από ψηλά τση Σαμαριάς το ρυάκι.

Ήθελα και να κάτεχα ανέ σ’ αναζητήξει,
οντέ θα κάτσει ο Θεός τσ’ αγγέλους να μετρήσει.

Ήθελα και να κάτεχα σ’ είντα καράβι μπαίνει,
και ταξιδεύγει η ψυχή τ’ ανθρώπου οντέ ποθαίνει.

Ήθελα να ‘μαι δάκρυ σου να ζώ μες στη μαθιά σου,
για να σου κάνω συντροφιά όντε πονεί η καρδιά σου.

Ήθελα να ‘μουν άρωμα που βάνεις στα μαλλιά σου,
σε κάθε σου αναπνοή να ‘μπαινα στην καρδιά σου.

Ήθελα να ‘μουνε πουλί γή πρίνος στη Mαδάρα,
να μ’ αγκαλιάζει δροσερά τσ’ αυγής η κατσιφάρα.

Ήθελα να ‘χα δυο αυγά να τα 'κανα σφουγγάτο,
κι ένα ποτήρι μαρουβά να κάμω άσπρο πάτο.

Ήθελα να βρεθώ νερό όντε διψά μπροστά τζη,
να ξεδιψάσει να πλυθείι να γράνει τα μαλιά τζη.

Ήθελα να βρεθώ νερό όντε τη πιάσει ζάλη,
για να σταθεί και να πλυθεί ν' αναντρανίσει πάλι.

Ήθελα να 'μαι γιασεμί στον κήπο τση αυλής σας,
γιατί δεν κάνω χώρια σας θέλω να' μαι μαζί σας.

Ήθελα να 'μαι δάκρυ σου όντε πονείς να τρέχω,
για να μπορώ στον πόνο σου κι εγώ να συμμετέχω.

Ήθελα να μαλώνανε κοντά στη γειτονιά σου,
να τρέξουν ούλοι στον καβγά και 'γω στην αγκαλιά σου.

Ήθελα να μουν δίπλα τζη μαντήλι οντέ δακρύσει,
να με σηκώσ' η χέρα τζη το δάκρυ να σκουπίσει.

Ήθελα να 'μουν ουρανός θέ μου σ' αυτή την πλάση,
να μην αφήσω σύννεφο την Κρήτη να σκεπάσει.

Ήθελα 'να μουνε εγώ η πρώτη σου η αγάπη,
να μη γνωρίζανε ποτέ τα μάτια σου το δάκρυ.

Ήθελα να 'μουνε ψηλά σαν τον αποσπερίτη,
να θώρουν την αγάπη μου που βρίσκεται στην Κρήτη.

Ήθελα να 'χα δυό καρδιές δυό γ΄νωμες στο κεφάλι,
σαν θα λυπόμουν με τη μια να 'χαιρα με την άλλη.

Ήθελα να 'χα δυό καρδιές τη μια να σας χαρίσω,
την άλλη να κρατήξω εγώ για να μπορώ να ζήσω.

Ήθελα να 'χα κατοικιά ενός βοσκού μιτάτο,
και για γλυκονανοΰρισμα την άχνα τω μ-προβάτω.

Ήθελα σε ψηλό βουνό ποκάτω από τ’ αστέρια,
εκειά να ζω και να ξυπνώ με των οζώ τα λέρια.

Ήντα να κάμει μια καρδιά ήθελα να ‘χα κι άλλη,
να σ’ αγαπώ και με τσοι δυο και λίγο να ‘ναι πάλι.

Ήντα να κάμω το νερό που τρέχει στάλες στάλες,
χίλιες ελπίδες μου ‘δωκες μα ανιμένω κι άλλες.

Ήπια κρασί και μέθυσα ρακί κι ελόναμέ με,
είδα και την αγάπη κι αποκουζούλανέ με.

Ήρθανε ειδικοί φρουροί και μάθανε τσι τόπους,
για να υπερασπίσουνε τσ’ ανήμπορους αθρώπους.

Ήτο γ-καλλιά μου να'μουνε βοσκός εις το χωριό μου,
παρά να κάθομαι 'παέ, μόνο με το γ-καημό μου.