ΑΡΧΕΙΟ ΣΤΙΧΩΝ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ "Τ..."

 

 

Τ' ονείρου μου 'σαι συντροφιά κι αθιβολή τση μέρας,
στην παγωνιά μου ζεστασιά, στην κάψα μου αέρας.

Τ' άστρο τσ' αυγής το λαμπερό δεν είδα να προβάλει,
πρέπει πως το βαστήξανε στη γειτονιά την άλλη.

Τα βάσανά μου είναι πολλά Θε μου να χιονιστούνε,
να κρουσταλιάσουν οι καημοί να μη κυκλοφορούνε.

Τα βάσανά μου στο κρασί τα ρίχνω να πνιγούνε,
μα κείνα τ’ αφιλότιμα κατέν' και κολυμπούνε.

Τα διαβατάρικα πουλιά την Κρήτη οντέ περνούνε,
στον Ομαλό καθίζουνε τσι αετούς να δούνε.

Τα Κρητικά τα έθιμα τα πατρογονικά μας,
να τα διαφυλάξομε να μείνουν στα παιδιά μας.

Τα Κρητικά τα χώματα όπου κι ανέ τα σκάψεις,
αίμα παλικαριώ θα βρείς κόκαλλα θα ξεθάψεις.

Τα μάθια σου ‘ναι θάλασσες κι απού θα ταξιδέψει,
πρέπει να το καλοσκεφτεί γιατί θα κινδυνέψει.

Τα μάθια σου τα όμορφα ποτές μη ντα σφαλίζεις,
μόνο να τα 'χεις ανοιχτά, το γ-κόσμο να φωτίζεις.

Τα μάτια μου νυστάζουνε θέλουν να κοιμηθούνε,
μα ‘γω για τη παρέα σας τα κάνω κι αγρυπνούνε.

Τα μάτια σ’ εζωγράφισα εις του βουνού το χιόνι,
και με τα χέρια μ’ απαντώ τον ήλιο να τα λιώνει.

Τα μάτια σου ‘ναι σαν τ’ αυγά τ’ αυτιά σου σαν του χοίρου,
και τα μαλιά σου ειν’ ορθά ωσαν του σκατζοχοίρου.

Τα μάτια τα 'χουν να θωρούν μα κάνουν κι άλλη χρήση,
μιλούνε εκειά που δε μπορεί το στόμα να μιλήσει.

Τα όρη κάνουνε βοσκούς και το κρασί μπεκρήδες,
και τα σκολειά γραμματικούς κι η Κρήτη μερακλήδες.

Τα όρη τα ψηλά βουνά έχουνε τον αέρα,
η νιότη κι η παλικαριά δεν είναι κάθα μέρα.

Τα πάθη μου τα τραγουδώ στη νύχτας τα φορτώνω,
και στη ζωή πορεύγομε με τσί χαρές μου μόνο.

Τα τέκνα δύο αδερφών λένε πως είν’ ξαδέρφια,
όμως εμείς σας έχομε καλιά κι από αδέρφια.

Τα φυλλοκάρδια του σεβντά σφαλίζω και κλειδώνω,
γιατί δε θέλω να γροικώ κι άλλης αγάπης πόνο.

Τα χρόνια ασπρίζου τα μαλιά μα η γνώμη δεν αλλάζει,
εκειά που αγαπά κιαείς εκειά κατασταλάζει.

Τα χρόνια ασπρίζου τα μαλιά μα η γνώση δεν αλλάσει,
απόυ ‘ναι νέος κουζουλός είναι και σα γεράσει.

Τα χρόνια λιγοστεύουνε το λάδι στο καντήλι,
μαύρα μαλλιά ψαρένουνε μα δεν ξεχνιούνται οι φίλοι.

Τάγιο φως τς Ανάστασης να λάμψει στη ζωή σας,
κι ούλες του κόσμου οι χαρές να 'ναι σαφής μαζί σας.

Τέσσερα ξύλα ο αητός βάνει για την φωλιά ντου,
μ' όσο κι αν είναι άσκημη αητοί 'ναι τα πουλιά ντου.

Τέσσερις τοίχοι του σπιτιού το παίρνουνε το βάρος,
και τη παρέα τούτηνε να μη τη βλάψει χάρος.

Τέσσερις τοίχοι του σπιτιού το σηκώνουνε το βάρος,
θέ μου βλέπε ταφεντικά να μη τα βλάψ' ο χάρος.

Τέτοια παρέα όμορφη κι απού τση βρει ψεγάδι,
πρέπει να βρει και του νερού που 'ναι στ' Αποπηγάδι.

Τέτοια παρέα όμορφη όποιος μονομεριάσει,
βαρέλια να 'χει το κρασί πρέπει να το ξοδιάσει.

Τέτοια παρέα όμορφη όποιος μονομεριάσει,
πρέπει του να 'ναι μερακλής για να την ε-ταιριάξει.

Τέτοια πιτήδεια συντροφιά όποιος μονομεριάσει,
βαρέλια να 'χει το κρασί ούλο θα το ξοδιάσει.

Τη θάλασσα τη γαλανή θε τη χαλικοστρώσω,
να την ε-κάμω μάρμαρο να 'ρθω να σ' ανταμώσω.

Τη κουζουλή μου κεφαλή κουκιά θα τήνε σπείρω,
να βάλω το βολόσυρο να τήνε βολοσύρω.

Τη λεβεντιά του αετού τ’ άλλα πουλιά θωρούνε,
να ιδούν μ’ ήντα λοής φτερά θα πρέπει να πετούνε.

Τη λευτεριά ρωτήξανε ποιάς μάνας είναι γέννα,
κι είπε πως την εγέννησε το Κρητικό το αίμα.

Τη μοίρα μου την προκαλώ βάσανα να μου μπέψει,
εγώ θα στέκω όρθιος μα κείνη δεν θ' αντέξει.

Τη συντροφιά σας χαίρομαι και να 'ταν άλλη τόση,
να τρωμε και να πίνομε ώστε να ξημερώσει.

Τη χάρη που ‘χει ο μερακλής κιαείς δε του τη παίρνει,
γιατί την έχει ο θεός σε κείνο χαρισμένη.

Την όψη σου χαρταετό θα κάμω να πετάξω,
να σε θωρούν τα μάτια μου όπου κι ανέ κοιτάξω.

Τι να την κάμμεις την χαρά άμα ‘ναι λίγη ώρα,
μοιάζει πουλί που λιάζεται οντέ κοπάσει η μπόρα.

Τι να το κάμω το νερό που τρέχει στάλες - στάλες,
χίλιες ελπίδες μου 'δωκες μα περιμένω κι άλλες.

Τίναξε τον αγκίσαρο να πέσει κάτω η σκόνη,
δε το κουνούμε από παέ ταφεντικό σηκώνει.

Τίνος μπαξέ είσαι ανθός τίνος βελούδου χνούδι,
και τίνος κύκνου πούπουλο και ποιάς χαράς τραγούδι.

Το αίστημα κι η λεβεντιά στη χώρα δε πουλιέται,
δώρα τα δούδει ο Θεός τ’ αθρώπου οντέ γεννιέται.

Το γάιδαρο μας ντύσανε τον άνθρωπο να κάνει,
κι αυτού του κακοφάνηκε κι άρχιξε να δαγκάνει.

Το δίμουρο τον άθρωπο σαν τόνε καταλάβεις,
τη διμουριά ντου κάτεχε κι αμάχη μη του πιάσεις.

Το κάστανο θέλει κρασί και το καρύδι μέλι,
και το κοπέλι κοπελιά κιη κοπελιά κοπέλι.

Το κάστανο θέλει κρασί και το καρύδι μέλι,
κι η κοπελιά θέλει φιλί πρωί και μεσημέρι.

Το κομπολόι τσ’ αθρωπιάς απού πρεπίζει τσ’ άντρες,
χαράς τονε που το βαστά με τση τιμής τσι χάντρες.

Το μερακλήκι ο Θεός κατέει που το δίνει,
πάντα το δίνει σε καρδιές που ΄χουν καημό κι οδύνη.

Το μερακλήκι την αντρειά τη λεβεντιά τη χάρη,
ο χάρος κι ανε πολεμά ποτές δε θα τα πάρει.

Το μερακλίδικο πουλί ποτέ φωλιά δε χτίζει,
όπου τ' αρέσει το κλαδί πηγαίνει και καθίζει.

Το μερακλίδικο πουλί ποτές φωλιά δε χτίζει,
μόνο τ' αρέσει η λευτεριά στα όρη να γυρίζει.

Το μονοπάτι τση ζωής σ’ ένα γρεμνό τελειώνει,
κι απού ‘χει δυνατά φτερά τ’ ανοίγει και γλυτώνει.

Το μυστικό τσ' αγάπης μου μοιάζει με το μπουκέτο,
και σου το δίδω, στη γ-καρδιά, βάλε και σφάλιξε το.

Το 'νειρο που δα σήμερο θέ μου ξεδήλιανέ το,
γή φερνε το στον ύπνο μου κάθε φορά που θέτω.

Το Ξηροστερνιανό νερό λένε πως έχει αβδέλλες,
μα κείνο το μαργιόλικο βγάν’ όμορφες κοπέλλες.

Το περιβόλι τση ζωής απού το βαβαλίσει,
με σεβασμό και με τιμή ανθούς θα το γεμίσει.

Το ρόδο πάνω στο νερό ανθίζει και φουντούνει,
κι ανθίζει κιη αγάπη μας και ξανακαινουργιώνει.

Το σώμα μου ενοίκιασα ταμείο των βασάνω,
βάσανα θα'χω και καημούς οσότου να ποθάνω.

Το τελευταίο δάκρυ μου σε σένα το χαρίζω,
αφού 'σαι αιτία κι αφορμή μωρό μου και δακρύζω.

Το χάρισμα του μερακλή δε τόχει δώσ' η φύση,
για αυτό και δε μπορεί κανείς να το κληρονομήσει.

Το χιόνι τση ψηλής κορφής δε μοιάζει με του κάμπου,
όπως κι ανθός τση λεμονιάς δε μοιάζει με του βάτου.

Το χιόνι χιόνι πορπατώ και δείξαν οι πατές μου,
σαν την παρέα τούτηνέ δεν έκαμα ποτές μου.

Το ψάρι το ψαρεύουνε με δίχτυ και μ' απόχη,
κι απού 'ναι γέρος μερακλής απού τα νιάτα το 'χει.

Τοίχος παλιός δε χτίζεται καινούργιος δε χαλιέται,
καινούργια αγάπη γίνεται παλιά δε λησμονιέται.

Τον άντρα που ‘ναι μερακλής λεβέντης παληκάρι,
όπου σταθεί κι όπου βρεθεί τον έχουνε ξαμάρι.

Τον έρωτα βάνω κριτή το νου μου δραγουμάνο,
κι ότι μου λέει η καρδιά εκείνο-να- θα κάνω.

Τον Κουφιανό στο γλέντι ντου όσοι κι αν τον ακούσαν,
στο τράβηγμα του δοξαριού αηδόνια κελαηδούσαν.

Τον τάφο μου θέλω βαθύ πλάκα βαριά 'πο πάνω,
να μη δρικώ 'ντα γίνεται στον κόσμο τον απάνω.

Του Καστελιού τα χώματα όποιος κι αν τα πατήσει,
τη λεβεντιά και την αντρειά εκειά θα συναντήσει.

Του κύρη και τση μάνα σου φτυστό 'σαι 'να κλωνάρι,
βιόλα και μοσκανάθρεμα κι έχεις περισσά χάρη.

Του χρόνου Σα και σήμερο σα τούτη την ημέρα,
ούλοι μας να 'μαστε καλά στο καθαρό αέρα.

Του χρόνου σαν και σήμερο σα τούτη την ημέρα,
να 'μαστε ούλοι μας καλά να κάνομε παρέα.

Τούτη η ζωή 'ναι ψεύτικη κι όποιος τη νιώσει μόνο,
γλεντά με κάθε του χαρά γλεντά και με τον πόνο.

Τούτος ο κόσμος φίλοι μου μοιάζει τση καραμπίνας,
άλλοι περνούνε σα και μας κι άλλοι ψοφού τση πείνας.

Τραγούδιε και να τραγουδώ να λέμε μαντινάδες,
μα μεις δε τσι πλερώνομε να δούδωμε παράδες.

Τσ' αγάπης σου η αθιβολή ζάλη στο νου μου φέρνει,
μια με πετά στ' ανέφαλα, μια 'πίσω με γιαγέρνει.

Τσ' αθίβολή σου σα γροικώ γλυκό κουβεντολόι,
αναγυρίζω το στενό και στένω μοιρολόι.

Τσ' αθρώπους που δεν έχουνε μουδέ στον ήλιο μοίρα,
γιάντα κοντό τσοι πέμπει ο Θιός στση ζήσης την αρμύρα.

Τς άντρες δε τσοι ζυγιάζουνε ανέ βαρούν στς οκάδες,
μόνο τσοι καμπανίζουνε στσοι γνώμες και στσοι χάρες.

Τσ’ άντρες δε τσι ζυγιάζουνε μούδε ρωτούν ήντά ‘ναι,
μόνο τσι δοκιμάζουνε στσι τόπους απού πάνε.

Τση Άνοιξης τα λούλουδα ανέ μονομερίσου,
τη μυρωδιά σας δε μπορού να τήνε καπαντίσου.

Τση Κρήτης είσαι γέννημα και τση μαδάρας θρέμα,
και τρέχει μερακλίδικο μέσ' στο κορμί σου αίμα.

Τση Κρήτης μας τα έθιμα τα πατρογονικά μας,
να τα διατηρήσομε να βρούν και τα παιδιά μας.

Τση Κρήτης τα ψηλά βουνά άντρες τα πορπατούνε,
που τη σκλαβιά δε νταγιαντούν στη μάχη δε δειλιούνε.

Τση Κρήτης τα ψηλά βουνά εχτροί δεν τα πατούνε,
μόνο αγρίμια κι αετοί κι αντάρτες κατοικούνε.

Τση Κρήτης τσι ψηλές κορφές ταπόκρημνα χαράκια,
πατούνε και ορίζουνε λεβέντες και γεράκια.

Τση μάνας που σε γέννησε χρυσά 'ταν τα σκαμνι'α τζη,
μαλαματένιοι οι πόνοι τζη κι ασήμι η κοιλιά τζη.

Τση μαύρης γης χρωστώ κορμί και του παπά παράδες,
και μιας ψιλομελαχρινής χρωστώ δυο μαντινάδες.

Τση 'μπεψα με τον άνεμο στα πέρατα του κόσμου,
μυρωδικά τση Κρήτης μας κι ένα ματσάκι δυόσμου.

Τση νιότης η αθιβολή ανέρθει με πληγώνει,
κι αναστορούμαι τση ζωής που τώρα τελειώνει.

Τση Σαμαριάς το πέρασμα και τ’ Ομαλού τα μέρη,
όποιος δε τα πορπάτηξε τη Κρήτη δε την ξέρει.

Τση φυλακής τα σίδερα είναι για τσί λεβέντες,
που δεν σηκώνουν προσβολές μουδέ πολλές κουβέντες.

Τσοι μερακλήδες ρέγομαι, να 'μουνε στη δοχή ντως,
'που το κρασί κι οι κοπελιές είν' η γι αθιβολή ντως.

Τσοι μερακλήδες του ντουνιά θε μου ξεμίστευγέ τζη,
βάλε τζοι στο παράδεισο και κρασοπότιζέ τζοι.

Τσοι μερακλίδες αγαπώ παρέα να τσοι κάνω,
γιατί κατένε και γλεντούν τον κόσμο τον απάνω.

Τυραννισμένο μου κορμί γη πόθανε γη γιανε,
μα μπρος στα τόσα βάσανα ο θάνατος κάλλια 'ναι.

Τω μερακλήδω οι ψυχές αζωντανές ‘πομένουν,
σα μπει στο χώμα το κορμί αυτές απ’ όξω μένουν.

Τώρα που ήρθα επαδά θα κάμω μια καντάδα,
στην όμορφη παρέα μου θα πω μια μαντινάδα.