ΑΡΧΕΙΟ ΣΤΙΧΩΝ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ "Ε..."

 

 

Εγύρισε ο λογισμός πάλι στα περασμένα,
κι αναστοράται όνειρα απού 'ναι μλιό χαμένα.

Εγώ γλεντώ και χαίρομαι μα δεν το μετανοιώνω,
μα δε κερδίζω τίποτα σ’ αυτόν τον ψεύτη κόσμο.

Εγώ ζηλεΰγω του βοσκού άπου 'ναι στο μιτάτο,
και θρέφεται με κρές οφτό και γάλα τω μ-προβάτω.

Εγώ ζηλεύγω τω πουλιώ που 'ρχουντ' απ' άλλες χώρες,
και ξαναχτίζουν τσι φωλιές που γκρέμισαν οι μπόρες.

Εγώ θα πάω στο Θεό να του ζητήξω χάρη,
την όμορφη παρέα μας ποτέ να μη την πάρει.

Εγώ 'λεγα βρυσούλα μου πως έτρεχες για μένα,
μα συ 'τρεχες και πότιζες όλα τα διψασμένα.

Εγώ με μαύρος κι άσκημος κι ανθρώπου δεν αρέσω,
μα δεν το καταδέχομε να σε παρακαλέσω.

Εγώ με του μπαξέ πουλί και στς ερημιές δεν κάνω,
θέλω να χτίζω τη φωλιά στσι ροδαριές απάνω.

Εγώ σαν πίνω και μεθιώ κιανένα δεν πειράζω,
μόνο τα νιάτα μου γλεντώ και τα διασκεδάζω.

Εγώ τη μ-πόρτα τση καρδιάς την έχω σφαλισμένη,
γιατί δε θέλ' ο πόνος τση όξω ποτές να βγαίνει.

Εγώ την ώρα τσ' αλλαγής του χρόνου θα κοιμούμαι,
ελπίζω οτ' όνειρο να ρθείς Χρόνια Πολλά να πούμε.

Εγώ το πίνω το κρασί πίνω το να μεθύσω,
πίνω το να ξεφοβηθώ νάρθω να σε φιλήσω.

Εδά που 'χω την όρεξη κόσμε θα σε γλεντίσω,
τα νιάτα σα περάσουνε δεν τα γυρίζω πίσω.

Εδά στ’ αποχωρίσματα στα ξεχωρίσματά μας,
ήντα θα δώσει ο γεις τ’ αλλού για να βαστά η φιλιά μας.

Εδά στα λιομαζώματα έχω χαρά μεγάλη,
για τα κρυφομηνύματα 'που θα μου μπέψεις πάλι.

Είμαι βοσκός εις τσ' έγγαλες παραβοσκός στα στείρα,
μα 'μαι και παρηγορητής, σε κάθε νέα χήρο.

Είμαι κοπέλι του βουνού και τση Mαδάρας θρέμμα,
και να με πάρει δε μπορεί του ποταμού το ρέμα.

Είν’ η ζωή μιαν αστραπή που μόλις άψει σβήνει,
στη λάμψη μερικές φορές ότι μπρολάβει αφήνει.

Είν’ η ζωή μιαν αστραπή που μόλις άψει σβήνει,
στη λάμψη μερικές χαρές ανέ μπρολάβει αφήνει.

Είν’ ομορφιές πολλώ λογιώ σε τούτο τον πλανήτη,
κι ούλες μαζί δε κάνουνε ένα ψιχάλι Κρήτη.

Είναι λουλούδια όμορφα με μυρωδιά ωραία,
όμως αυτά μαρένονται μα συ πομένεις νέα.

Είναι ο φίλος στη ζωή ήλιος, νερό και χώμα,
φύλλωμα καταπράσινο σ' ενούς δεντρού το σώμα.

Είνιε κι αθρώποι νιους ριαλιού, είναι κι οχτώ στο ριάλι,
κ’ είνιαι και τσι ζυγιάζουνε με το μαργαριτάρι.

Είντα κι ανέ μου φέρνετε αθιβολή τση μοίρας,
δε ντη φοβούμαι χώνομαι σ' ένα σκοπό τση λύρας.

Είπα μια είπα δυό είπα το τρεις και δέκα,
το μερακλήκι είν' καλό να το 'χει μια γυναίκα.

Εις το σκολειό που πήγαινες εμπέμπανε και μένα,
κι εγώ 'μαθα να τραγουδώ μα όι σαν εσένα.

Εις τον χαρούμενο καιρό ούλοι φίλοι λογούνται,
μα σα γυρίσει ο τροχός ούλοι σε απαρνούνται.

Εις του Γκιγκίλου τα γκρεμνά το χιόνι κρουσταλιάζει,
και στη κορφή του Βολακιά ένας αητός φωλιάζει.

Εις του σεβντά τα κάρβουνα όποιος καεί δε γιένει,
κι αν γιένει και κιμιά φορά σημάδι τ' απομένει.

Είσαι γυαλένιος μαστραπάς είσ’ ασημένια γάστρα,
δυο νεφαλάκια λείβγεσαι να ‘σ’ ουρανός με τ’ άστρα.

Είσαι λεβέντης, μερακλής κι έχεις περίσεια χάρη,
σίγουρα είσαι γέννημα καλού δεντρού κλωνάρι.

Έκαμα όρκο στο θεό ποτέ μην τραγουδήξω,
μα 'γω για το χατήρι σας τον όρκο θα πατήσω.

Εκάμανέ μου τα ΕΚΑΜ σαράντα πέντε μπλόκα,
μα δεν υπολογίσανε το ΤΟΥΡΜΠΟ το ΤΟΓΙΟΤΑ.

Έλα κι απόψε κοπελιά στα όνειρα μου πάλι,
να ξαναζωντανέψουνε παλιά φιλιά μεγάλη.

Έλα να βόσκομε ντα 'ζα στο χειμαδιό, κοινάτο,
και ν' αναζένομε μαζί το γάλα στο μιτάτο.

Εμάθα ντο πως σ' αγαπώ τση γης τα χορταράκια,
και θα τα φάν' τα πρόβατα και θα το πουν ταρνάκια.

Έμεινα πάλι αμοναχός σαν τον αητό στα όρη,
που τόνε δέρνει ο βοριάς τσ' αυγής το ξεροβόρι.

Εμείς δεν ήρθαμ' επαδά να φάμε και να πιούμε,
μόνο σας αγαπούσαμε κι 'ρθαμε να σας δούμε.

Εμένα η γρίπη των πτηνών μ' έχει προβληματίσει,
μη μου ψοφίσει το πουλί που μου 'δωκε η φύση.

Εμένα η γυναίκα μου μου 'χει εμπιστοσύνη,
γιατ' όλη την ενέργεια την έχει πάρει εκείνη,

Εμίλησες κι εμύρισες κι η μυρωδιά σου βγήκε,
κι η γ΄ άχνα του στομάτου σου μες στην καρδιά μ΄ εμπήκε.

Ένα γ-καλό προξενητή του κύρη σου θα μπέψω,
κι αν αρνηθεί να πει το ναι ντελόγο θα σε κλέψω.

Ένα ματσάκι γιασεμιά βαστώ και ξεφυλίζω,
και τα ρωτώ αν μ' αγαπάς ακόμη να ελπίζω.

Ένα πουλάκι την αυγή έκλαιγε λυπημένα,
γιατ' είχε τη φωλιά ψηλά και τα φτερά κομμένα.

Ένα πουλάκι τραγουδεί πάνω στο Ψηλορτείτη,
άλλο νησί δε βρίστεται στο κόσμο σα τη Κρήτη.

Ένα πουλί μες στο κλουβί που λεφτεριά στεράται,
σαν κελαηδεί, δεν κελαηδεί μόνο παραπονάται.

Ένα πρωϊ σηκώνομαι και τη θωρώ ολόρθη,
τη θειά μου να τηνέ βαστά τη ρόκα τζη να κλώθει.

Ένα σγουρομελάχρινο ω Θέ μου κάλλη,
τα ‘χει επήρε μου τη την καρδιά χωρίς να δώσει μάχη.

Ένας αϊτός επέταξε απού τον Ψηλορείτη,
μεριάστε χώρες και λαοί για να περάσ’ η Κρήτη.

Ένας βοσκός σε μια μ~πλαγιά το παίζει το χαμπιόλι,
κι η βοσκοπούλ' απέναντι τον αποκαμαρώνει.

Ένας παλιός καλός ψαράς μ' έμαθε να ψαρεύγω,
και μου 'πε στα ρηχά νερά ψάρια να μη γυρεύγω.

Ένας περήφανος αϊτός ποτές του δε κιοτέβγει,
όπου ταμπούρι πολεμά κι όπου φωτιά χορεύγει.

Επότιζά σε ροδαριά και σε ‘καμα μεγάλη,
κι έβγαλες ρόδα στα κλαδιά μα τα μυρίζουντ’ άλλοι.

Έπρεπε να 'ναι γυάλινοι οι μπέτες των ανθρώπω,
να δείχνουνε πόσες καρδιές αξίζουνε τον κόπο.

Εσκέφτηκα να σ’ έκλεφτα τη περασμένη Πέφτη,
δε το ‘καμα να μη με πουν για σένα ζωοκλέφτη.

Εστέλιωσα χρουσό κλουβί μέσα να σε σφαλίξω,
γιατί ανέ φύγεις και χαθείς δε θα το νταγιαντίσω.

Εσύ κανέλα δεν πουλείς μόσκους δεν καμπανίζεις,
γαρύφαλλα δεν λούγεσαι ήντα 'χεις και μυρίζεις.

Εσφάλιξα σου τη γ-καρδιά του έρωντα ξαθέρι,
γιατί λογιάζω και δειλιώ τα πάθη άπου θα φέρει.

Εσφάλιξα τα μάθια μου και μια γυναίκα επήρα
κουτσή κουλή αλλήθωρη φαφούτα ζωντοχήρα.

Εσφάλιξές τηνε γερά τ' οντά σου τη μ-πορτοπούλα,
και δεν ανοίγεις να σε 'δω, μικρή παπαδοπούλα.

 Ετούτονε τ’ αρχοντικό θαρρώ πως είν' Ευρώπη,
πολύ μας ευχαρίστησαν οι γ-εδικοί σας τρόποι.

Ευγενικής φωλιάς πουλί χρυσής αυγής αηδόνι,
χαράς τη νιά που σ' αγαπά και σ' αποκαμαρώνει.

Ευκές για σας πορίζουνε απ’ τση καρδιάς τα βάθη,
η μοίρα γέλιο και χαρά κι αγάπη να σας γράφει.

Ευλοημένος ο βοσκός, 'που δε γ-ξεχνά τη σκόλη,
και σέβεται τα ξένα 'ζα και δε βαστά μπιστόλι.

Ευχαριστώ σε φίλε μου δε σ' είχα πλερωμένο,
μα έπραξες ευγενικά ως είσαι μαθημένος.

Εύχομαι η νέα η χρονιά πολλά καλά να φέρει,
και να τα βάλει απλόχερα εις το δεξί σας χέρι.

Εύχομαι στο αντρόγυνο ευτυχισμένα χρόνια,
και να ταξιώσει ο θεός με τέκνα και εγγόνια.

Εύχομαι το στεφάνι σας διαμάντια να γεμίσει,
και να σας τρέχουν τα καλά σαν το νερό στη βρύση.

Εφτάξαμε Ανάσταση με τα πολλά αυγά τζη,
τη Μεγαλοβδομάδα τζη και τα ψητά αρνιά τζη.

Έχει αξία πιο πολύ το τελευταίο δάκρυ,
που σταματά και κρουσταλιά στων αματιώ την άκρη.

Έχει καημούς η θάλασσα και του καημού το δάκρυ,
είν' ο αφρός που χάνεται εις του γιαλού την άκρη.

Εχιόνισε στον Γκίγκιλο πάλι κακά χαμπέρια,
βάλε το ράσο Σφακιανέ κι έμπα τα κατωμέρια.

Έχνη ποτές δεν έκλεψα μ’ απ’ όπου κι αν περνούσα,
εκείνα τα παντέρημα μόνα τους μ’ ακλουθούσα.

Έχω καρδιά που αγαπά και δεν μισεί κανένα,
γιατ' η ζωή προσωρινή είναι για τον καθένα.

Έχω τον πόνο στην καρδιά και την πληγή στη μέση,
μα συ τον έχεις στην ποδιά κι αν σηκωθείς θα πέσει.