ΑΡΧΕΙΟ ΣΤΙΧΩΝ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΤΡΕΙΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΙ ΚΡΗΤΙΚΟΙ

Τραγούδι βασισμένο στην γνωστή παραλογή του "άρρωστου ναύτη" με προέλευση από την Κάλυμνο.

 

Τρεις καλο’έροι κρητικοί κι οι τρεις ‘πού τ’ Άγιον Όρος,
καράβι (ν)αρματώσανε.

Καράβι (ν)αρματώσανε να πάνε για την Κρήτη,
κι ο ναύτης τους αρρώστησε.

Κι ο ναύτης τους αρρώστησε στου καραβιού την πλώρη,
δεν έχει μάνα να τον κλαί(ει).

Δεν έχει μάνα να τον κλαί(ει) κύρη να τον λυπάται,
τον κλαίει η νύχτα κι αυγή.

Τον κλαίει η νύχτα κι η αυγή τ’ αστρί και το φεγγάρι,
τον κλαίει κι ο καπετάνιος του.

Τον κλαίει κι ο καπετάνιος του που ‘ν’ ο καλός του ναύτης,
σήκου καλό ναυτόπουλο.

Σήκου καλό ναυτόπουλο σήκου καλέ μου ναύτη,
να κουμπασάρεις τον καιρό.

Να κουμπασάρεις τον καιρό να πάμε για λιμάνι,
μα ‘γώ σας λέω δεν μπορώ.

Μα ‘γώ σας λέω δεν μπορώ κι εσείς μου λέτε σήκω,
βαστάτε δυο να σηκωθώ.

Βαστάτε δυο να σηκωθώ και τρεις για ν’ ακουμπήσω,
και φέρτε μου τη χάρτα μου.

Και φέρτε μου τη χάρτα μου και τ’ αργυρό κουμπάσο,
να κουμπασάρω τον καιρό.

Να κουμπασάρω τον καιρό να πάμε για λιμάνι,
θωρείς εκείνο το βουνό.

Θωρείς εκείνο το βουνό το μαυροαραχλιασμένο,
(ν)εκεί θα πά’ ν’ αράξουμε.

(ν)Εκεί θα πά’ ν’ αράξουμε που ‘ναι καλό λιμάνι,
να βγουν οι ναύτες για νερό.

Να βγουν οι ναύτες για νερό κι ο μάγειρας για ξύλα,
και τα μικρά ναυτόπουλα.

Και τα μικρά ναυτόπουλα να βγουν να σκάψουν λάκκο,
μη μου τον σκάψετε βαθιά.

Μη μου το σκάψετε βαθιά κάτω στο περιγιάλι,
να μου χτυπάει η θάλασσα.

Να μου χτυπάει η θάλασσα να ‘χω χαρά μεγάλη,
κι α(ν) σας ρωτήσει η μάνα μου.

Κι α(ν) σας ρωτήσει η μάνα μου πού είναι ντο παιδί μου,
πείτε της πως παντρεύτηκα.

Πείτε της πως παντρεύτηκα και πήρα για γυναίκα,
τη μαύρη γης γυναίκα μου.

Τη μαύρη γης γυναίκα μου την πλάκα πεθερά μου,
τα αποπλακούδια του γιαλού.

Τα αποπλακούδια του γιαλού είναι η συντροφιά μου,
αμέτε όλοι στο καλό.