ΑΡΧΕΙΟ ΣΤΙΧΩΝ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΕΣ

 

 

΄Ανε γιατρεύγεις τσι πληγές ετσά που λένε χρόνε,
γιάντα αφήνεις ανοιχτές δυό που 'χω και με τρώνε.

Αϊτό το λένε το πουλί απού πετά στα ύψη,
κι έχει ασκαγιές στο μπέτη του μα ντρέπεται να σκύψει.

Αλίμονος τα πράματα στο κόσμο πως περνούνε,
άλλοι μερώνου τα πουλιά κι άλλοι τα κυνηγούνε.

Άλλο να ζεις στα βάσανα κι άλλο να τα δηγάσαι,
κι άλλο στ’ ονείρου τσοι χαρές ευτυχισμένος να ‘σαι.

Αν ήσαν οι καημοί μεζές θα 'σαν γεμάτοι ξύγκια,
και ζύγωνε τσοι πρίχου δεις ανάποδα ροδίκια.

Αν θες να μάθεις μια καρδιά πως ζει χωρίς αγάπη,
κόψε τη ρίζα ενός δεντρού και πέτα το στην άκρη.

Ανάθεμα που βρει καιρό κι άλλο καιρό ανημένει,
γιατ’ ο καιρός τα πράματα ξανάστροφα τα φέρνει.

Ανέ την θέλεις τη ζωή να 'ναι σωστό λουλούδι,
κάθε πρωί σα σηκωθείς ξύπνα με το τραγούδι.

Άντρας με άντρα διαφορά έχει πολλά μεγάλη,
άλλος χορεύγει κουνιστό και άλλος πεντοζάλη.

Απ' τω προβάτω το μαλλί βγαίνουνε τα κιλίμια,
μάθαινε πρώτα το χορό κ ύστερα τα τσαλίμια.

Απ’ αστραπή κι από βροντή κι από νερό και χιόνι,
κι από κασίδη και σπανό Θεός να σε γλιτώνει.

Απού 'ναι στη ψυχή μιτσός δεν ωφελεί το μπόι,
μουδέ και τ' αξιώματα γη το μεγάλο σόι.

Αυτός ο κόσμος φίλοι μου μοιάζει του περιστρόφου,
το φάε πιες και γλέντησε είν' η ζωή τ' ανθρώπου.

Αφού το τέλος τση ζωής κιαείς δεν το γνωρίζει,
γι αυτό δεν πρέπει να περνά στιγμή να μη γλεντίζει.

Άχι ήντα πήγα κι έκαμα ο καταδικασμένος,
δεν είναι τουτοσές θεός λέει ο αδικημένος.

Άχι καημένε μερακλή βαθιά που 'ν' η πληγή σου,
άνθρωπος δεν την ένιωσε την παραπόνεσή σου.

Άχι και να γαέρνανε τα νιάτα τρία ζάλα,
και να το ξαναβίζανα τση μάνας μου το γάλα.

Βάστα καρδιά μ’ αδυνατά μα το κορμί αντέχει,
ως νταγιαντούνε τα βουνά όντε βροντά και βρέχει.

Γερόντων παίρνε συμβουλή κι αθρώπω περασμένο,
απού 'χουνε πολύ ψωμί κι αλάτσι φαωμένο.

Για τς αετούς είν' οι κορφές π' αντέχουν τα φτερά τους,
κι ο κάμπος για μιτσά πουλιά να χτίζουν τη φωλιά τους.

Γλέντα τον ψεύτικο ντουνιά όσο μπορείς και ζήσε,
γιατί κι αν είσαι αποψινός αυριανός δεν είσαι.

Γυρεύγω να βρω ερημιά εκειά να πα να μείνω,
και μια πηγή να χει νερό τα λάθη να ξεπλύνω.

Δε με πειράζει η ζωή πως γκαύγει μάνι - μάνι,
μόνο με γνοιάζει πλια πολύ πού πάει κι είντα κάνει.

Δίπλα θα πάρω τα βουνά τα φίδια να με φάνε,
γιατί τον εβαρέθηκα τον ψεύτη κόσμο να ‘μια.

Δίχως αλάτσι το φαί άσκημο κι άνοστο 'ναι,
και δίχως γλέντι η ζωή σωστό μηδενικό 'ναι.

Δίχως παρέα και φιλιές χωρίς νερό κι αέρα,
είντα τη θέλω τη ζωή στο κόσμο κάθε μέρα.

Δόξασι λέει ο θεός κάθε φτωχός καημένος,
σκληρός χωρίς αισθήματα είν' ο ντουνιάς πλασμένος.

Εγώ γλεντώ και χαίρομαι μα δεν το μετανοιώνω,
μα δε κερδίζω τίποτα σ’ αυτόν τον ψεύτη κόσμο.

Εγώ ζηλεύγω τω πουλιώ που 'ρχουντ' απ' άλλες χώρες,
και ξαναχτίζουν τσι φωλιές που γκρέμισαν οι μπόρες.

Εδά που 'χω την όρεξη κόσμε θα σε γλεντίσω,
τα νιάτα σα περάσουνε δεν τα γυρίζω πίσω.

Είν’ η ζωή μιαν αστραπή που μόλις άψει σβήνει,
στη λάμψη μερικές φορές ότι μπρολάβει αφήνει.

Είν’ η ζωή μιαν αστραπή που μόλις άψει σβήνει,
στη λάμψη μερικές χαρές ανέ μπρολάβει αφήνει.

Είνιε κι αθρώποι νιους ριαλιού είναι κι οχτώ στο ριάλι,
κ’ είνιαι και τσι ζυγιάζουνε με το μαργαριτάρι.

Έμεινα πάλι αμοναχός σαν τον αητό στα όρη,
που τόνε δέρνει ο βοριάς τσ' αυγής το ξεροβόρι.

Ενα πουλί μες στο κλουβί που λεφτεριά στεράται,
σαν κελαηδεί δεν κελαηδεί μόνο παραπονάται.

Ένας περήφανος αϊτός ποτές του δε κιοτέβγει,
όπου ταμπούρι πολεμά κι όπου φωτιά χορεύγει.

Έπρεπε να 'ναι γυάλινοι οι μπέτες των ανθρώπω,
να δείχνουνε πόσες καρδιές αξίζουνε τον κόπο.

Έχει αξία πιο πολύ το τελευταίο δάκρυ,
που σταματά και κρουσταλιά στων αματιώ την άκρη.

Έχω καρδιά που αγαπά και δεν μισεί κανένα,
γιατ' η ζωή προσωρινή είναι για τον καθένα.

Ζηλεύγω τση ψηλής κορφής γιατί δεν μένει μόνη,
έχει παρέα τς αετούς και συντροφιά το χιόνι.

Ζήσε τη γ-κάθε σου στιγμή σα αν ‘ναι η τελευταία,
να ‘δεις το γ-κόσμο όμορφο και τη ζωή ωραία.

Ζωή δεν είναι να ξυπνάς και να κοιμάσαι πάλι,
ζωή ‘ναι να ‘σαι ξυπνητός οντέ κοιμούνται οι γι-άλλοι.

Η γι ομορφιά σε ‘να κορμί αμοναχή δε φτάνει,
στη βιόλ’ αξίζει τάρωμα κι η μυρωδιά που βγάνει.

Η κορυφή ΄ναι κορυφή αν είν’ και χιονισμένη,
το βράχο δέρνει η θάλασσα μα πάντα βράχος μένει.

Η λεβεντιά κι η αρχοντιά έχουν περίσια χάρη,
χαράς σ' αυτόν απού μπορεί κι απού τα δυό να πάρει.

Η μια μεριά του φαραγγιού δε σμίγει με την άλλη,
και καρτερούνε το σεισμό για να βρεθούνε πάλι.

Η πέτρα λένε είν’ σκληρή όμως δεν είν’ αλήθεια,
είναι σκληρότερες καρδιές που κρύβονται στα στήθια.

Η πίστη κάνει τον παπά κι η τέχνη τη ξυφάντρα,
η γνώση τον καθηγητή κι η λεβεντιά τον άντρα.

Η ρίζα θρέφει τη κορφή κι η ρίζα τη ξεραίνει,
κι ας βρίχνεται στη γης χωστή και καταφρονεμένη.

Ήθελα και να κάτεχα σ’ είντα καράβι μπαίνει,
και ταξιδεύγει η ψυχή τ’ ανθρώπου οντέ ποθαίνει.

Θα τήνε παίξω τη ζωή στα ζάρια με το χάρο,
είν’ η παρτίδα δύσκολη μα ‘γω θα του τη πάρω.

Θε μου που πέμπεις τσοι καημούς πέμπε τσοι μ' ένα γ-κράσο,
να τσοι μεθιώ σιργουλευτά ώσπου να τσοι ξεχάσω.

Θωρείς τηνε τη θάλασσα πως είναι μπλαβοφόρα,
κάνει φουρτούνες φοβερές μα μπονατσάρει κι όλλας

Και τα χαρτιά το γράφουνε κι ο κόσμος το κατέει,
μιας ώρας διασκέδαση ξαγορασμό δεν έει.

Και το χαράκι τση κορφής ευαισθησίες έχει,
πολλές φορές βγάνει νερό κι όπως το δάκρυ τρέχει.

Κακός μεζές είν' οι καημοί και για να μη μ-παχύνεις,
από βολίστα περνά τσοι λίγους να καταπίνεις.

Καράβια πάνε στο γιαλό και γλάροι στον αέρα,
μ’ η νιότη κι η παλικαριά δεν είναι κάθα μέρα.

Κι ανέ γεράσει ο μερακλής με το χρυσάφι μοιάζει,
όσ’ κι αν παλιώσει το χρυσό ποτές του δε σκουριάζει.

Λαός που την παράδοση ξεχνά και δεν θυμάται,
στο λήθαργο του μαρασμού παντοτινά κοιμάται.

Λένε πως μόνο ο Θεός σε σφάλματα δεν πέφτει,
κι όμως Αυτός τον έκαμε αυτό τον τον κόσμο ψεύτη.

Λογίζομαι πως πλια καλιά στα χαμηλά να θέσω,
παρά να λέω μια ζωή όφου κι εδά θα πέσω.

Με τα λεφτά ένα μερακλή ποτέ δεν αγοράζεις,
με μια δεκάρα κάλπικη χίλιους ρουφιάνους βγάζεις.

Μεγάλο πράμα να μπορείς με το τραγούδι μόνο,
να μετατρέπεις σε χαρά του δυστυχή το πόνο.

Μέσα στα φύλλα τση καρδιάς καρκίνος δε φυτρώνει,
γιατί τη σέβεται κι αυτός που τη χτυπούν οι πόνοι.

Μη τονέ κλαίς τον αετό οντέ πετά και βρέχει,
μόνο να κλαίς ένα πουλί απού φτερά δεν έ'ει.

Μην τα πετάς τα λόγια σου σαν άχυρο στ' αλώνι,
γιατί τα παίρνει ο άνεμος και ποιος τα συμμαζώνει.

Μην τόνε κλαις τον αετό όντε πετά και βρέχει,
μόνο να κλαίς ένα πουλί απού φτερά δεν έχει.

Μια μερακλήδικη καρδιά που τς άλλες ξεχωρίζει,
γιατί τον πόνο τζη χαρά κάνει και τον γλεντίζει.

Μισό κομμάτι τση χαράς μου το 'χεις δώσει θέ μου,
και μια κατάρα να μη βρώ τάλλο μισό ποτές μου.

Να τον διαλέγεις το μεζέ και να γλεντάς το χρόνο,
εις τα παλιά παπούτσια σου γράφε καημό και πόνο

Νάταν η πλάση από γυαλί να θώρουνα που πχαίνει,
η μερακλίδικη ψυχή απ’ το κορμί σα βγαίνει.

Ο κόσμος είν’ απέραντος κι έχει χιλιάδες στράτες,
κι εμείς εγεννηθήκαμε περαστικοί διαβάτες.

Ο μερακλής ο άνθρωπος δε πρέπει να γεννιέται,
γιατί στο κόσμο τούτονέ μόνο πως τυραννιέται.

Ο μερακλής ο άνθρωπος στο πένθος δε βαστιέται,
κι αν τραγουδεί κιαμιά φορά να μη παραξηγιέται.

Ο μισεμός έχει καημό το έχε γεια 'χει ζάλη,
και το καλοσωρίσετε έχει χαρά μεγάλη.

Ο πλουσιότερος τση γης είμαι και το πιστεύγω,
γιατί 'χω φίλους που 'ρχουνται όποτε τσι γυρεύγω.

Ο πόνος διώχνει τη χαρά και η χαρά τον πόνο,
κάθε πληγή γιατρεύεται με φάρμακο το χρόνο.

Ο πρίνος στέκει ακλόνητος κι αν σπάσει από χιόνι,
η ρίζα ντου χιονόνερα πίνει και δυναμώνει.

Ο χρόνος εις το πέρασμα Θέ μου πληγές τση φέρνει,
κι όμως τονε γιορτάζουνε κάθε φορά που μπαίνει.

Οι γι-άντρες οι φανισιμιοί κι οι καστροπολεμάρχοι,
πως είν’ οι μπάλες δανεικές κατέχουν το στη μάχη.

Όλα ωραία και καλά λέει ο ευτυχισμένος,
μα ηντά τη θέλω ετσά ζωή λέει ο δυστυχισμένος.

Όντε βρεθείς με μερακλή κερδίζεις και δε χάνεις,
όσα κι αν έχεις ξόδευγε φίλο να τόνε κάμεις.

Οντέ θα κλέεις μη γελάς κι οντέ γελάς μη κλαίεις,
κι όσα σου πούνε μη τα πεις κι όσα κατές μη λέεις.

Όποιος μπορεί την σκέψη του να τηνε κάνει πράξη,
ούλος ο κόσμος να πνιγεί αυτός δεν θα πλαντάξει.

Όποιος σκοντάψει όρθια μένει να συνεχίσει,
είναι το σκόνταμα αφορμή έδαφος να κερδίσει.

Όσο φορούνε άρματα άντρες με μαύρα γένια,
θα μένουν απροσκύνητα τση Κρήτης τα μπεντένια.

Ότι καιρός κι ανέ χτυπά τον πρίνο δε λυγίζει,
είναι δεντρό που θύελες και μπόρες νταγιαντίζει.

Ούλες οι χάρες του κορμιού με το καιρό περνούνε,
μα οι μερακλίδικες καρδιές γλεντούν και δε γερνούνε.

Ούλοι με λένε κουζουλό μα ‘γω ‘τσα θέλω να ‘μαι,
να στρώνω το σακάκι μου στσι στράτες να κοιμάμαι.

Οψάργας μες στον ύπνο μου ζούσα σε ξένους τόπους,
ω τα παντέρμα όνειρα πως ξεγελούν τσ'ανθρώπους.

Παλιό κρασί η σκέψη μου κι όλο μ' αυτή γλεντίζω,
μα 'ναι στιγμές που με μεθεί και δε την νταγιαντίζω.

Πάντα μου θα πετώ ψηλά για να μη κάμω χάρη,
σ’ αυτούς που χαμηλά στη γη με θένε πορπατάρη.

Πάντα ψηλά στέκει η κορφή αν είν’ και χιονισμένη,
το βράχο δέρνει η θάλασσα μα πάντα βράχος μένει.  

Παράξενο μου φαίνεται όπως μου φαίνουντ' όλα,
να βγαίν' από τον τρόχαλο ετσά πανώρια βιόλα.

Πίσσα σκοτίδι κι έβρεχε κι αμοναχός πορπάτου,
και φέγγανέ μου οι γιαστραπές κάτω στη γή και επάτου.

Πολλές φορές με την καρδιά η λογική μαλώνει,
τότες που συνορίζουνται ποια θα 'χει το τιμόνι.

Πολλές φορές με την καρδιά καθόλου δεν μιλούμε,
γιατί το κάνει επίτηδες και όλο σου θυμούμε.

Ποτές μου δεν εμίσησα αυτούς που με μισούνε,
σκεφτήτε πόσο αγαπώ αυτούς που μ' αγαπούνε.

Ποτές σου μη περιφρονείς τα κάτω σκσλοπάθια,
γιατί εκειά πρωτοπατείς και βγαίνεις στα παλάθια.

Πουλί απού ‘ναι δυνατό και νταγιαντά τον πόνο,
μπορεί και βγαίνει στσι κορφές με μια φτερούγα μόνο.

Σα δώσει ο ήλιος στο βουνό τσοι ύστερές του αχτίνες,
οι ωραιότερες στιγμές ούλης τση μέρας είναι.

Σα το μαγκανοπήγαδο τούτος ο κόσμος μοιάζει,
όντε γεμίζει ο γεις γουβάς ο διπλανός αδειάζει.

Σαν αποθάνει ο μερακλής το στήθος πρωτολιώνει,
γιατί ‘ναι ο τόπος τση καρδιάς που κατοικούν οι πόνοι.  

Σαν είν' ο τράος δυνατός δε τον -ε- στένει μάντρα,
ο άντρας κάνει τη γενιά κι όι η γενιά τον άντρα.

Σε μια κουτάλα διάβασα ενός κριγιού μπροστάρη,
στον άλλο κόσμο ο άνθρωπος πως πράμα δε θα πάρει.

Σε μιαν εξομολόγηση που ‘καμα στο Δεσπότη,
μου ‘πε πως ο παράδεισος είναι το φαγοπότι.

Στέκω και συλλογίζομαι με συλλογή μεγάλη,
γιάντά ‘ν’ η θάλασσα αρμυρή κι ανάλατο το ψάρι.

Στη θάλασσα πετώ φελούς κι ούλοι στο πάτο πάνε,
κι άλλοι πετούνε σίδερα κι στον αφρό κυλάνε.

Στην Κρήτη πάει η λεβεντιά κι η γ-αντρειωσύνη αντάμα,
και μαντινάδα γίνεται το γέλιο και το κλάμα.

Στο κόσμο τρία πράματα δε κάνουνε στο σπίτι,
δυό πετεινοί δυό κούνελοι η πεθερά κι νύφη.

Στο μετερίζι τσ' αθρωπχιάς και στση τιμής το χρέος,
εκειά θα στέκ' ώστε να ζω κι ας είμ' ο τελευταίος.

Στο μετερίζι τσ’ ανθρωπιάς και στση τιμής το χρέος,
εκειά θα πάω να σταθώ κι ας ειμ’ ο τελευταίος.

Στο ψεύτη κόσμο ετούτονε πολύ μ' έχουν πληγώσει,
δεν εγεννήθηκα Χριστός μα μ' έχουνε σταυρώσει.

Στον παγωμένο ωκεανό στα σκοτεινά ντου βάθη,
όποιος μπορεί να κατεβεί τον πόνο μου θα μάθει.

Στου πόνου τον ωκεανό ψάχνω να βρώ λιμάνι,
τα βάσανά μου να χωρεί τον πόνο μου να βάνει.

Τα όρη τα ψηλά βουνά έχουνε τον αέρα,
η νιότη κι η παλικαριά δεν είναι κάθα μέρα.

Τα πάθη μου τα τραγουδώ στη νύχτας τα φορτώνω,
και στη ζωή πορεύγομε με τσί χαρές μου μόνο.

Τα χρόνια ασπρίζου τα μαλιά μα η γνώμη δεν αλλάζει,
εκειά που αγαπά κιαείς εκειά κατασταλάζει.

Τα χρόνια ασπρίζου τα μαλιά μα η γνώση δεν αλλάσει,
απόυ ‘ναι νέος κουζουλός είναι και σα γεράσει.

Τέσσερα ξύλα ο αητός βάνει για την φωλιά ντου,
μ' όσο κι αν είναι άσκημη αητοί 'ναι τα πουλιά ντου.

Τη μοίρα μου την προκαλώ βάσανα να μου μπέψει,
εγώ θα στέκω όρθιος μα κείνη δεν θ' αντέξει.

Τη χάρη που ‘χει ο μερακλής κιαείς δε του τη παίρνει,
γιατί την έχει ο θεός σε κείνο χαρισμένη.

Τι να την κάμμεις την χαρά άμα ‘ναι λίγη ώρα,
μοιάζει πουλί που λιάζεται οντέ κοπάσει η μπόρα.

Το κομπολόι τσ’ αθρωπιάς απού πρεπίζει τσ’ άντρες,
χαράς τονε που το βαστά με τση τιμής τσι χάντρες.

Το μερακλήκι ο Θεός κατέει που το δίνει,
πάντα το δίνει σε καρδιές που ΄χουν καημό κι οδύνη.

Το μερακλίδικο πουλί ποτέ φωλιά δε χτίζει,
όπου τ' αρέσει το κλαδί πηγαίνει και καθίζει.

Το μερακλίδικο πουλί ποτές φωλιά δε χτίζει,
μόνο τ' αρέσει η λευτεριά στα όρη να γυρίζει.

Το μονοπάτι τση ζωής σ’ ένα γρεμνό τελειώνει,
κι απού ‘χει δυνατά φτερά τ’ ανοίγει και γλυτώνει.

Το περιβόλι τση ζωής απού το βαβαλίσει,
με σεβασμό και με τιμή ανθούς θα το γεμίσει.

Το χάρισμα του μερακλή δε τόχει δώσ' η φύση,
για αυτό και δε μπορεί κανείς να το κληρονομήσει.

Το χιόνι τση ψηλής κορφής δε μοιάζει με του κάμπου,
όπως κι ανθός τση λεμονιάς δε μοιάζει με του βάτου.

Τοίχος παλιός δε χτίζεται καινούργιος δε χαλιέται,
καινούργια αγάπη γίνεται παλιά δε λησμονιέται .

Τούτη η ζωή 'ναι ψεύτικη κι όποιος τη νιώσει μόνο,
γλεντά με κάθε του χαρά γλεντά και με τον πόνο.

Τούτος ο κόσμος φίλοι μου μοιάζει τση καραμπίνας,
άλλοι περνούνε σα και μας κι άλλοι ψοφού τση πείνας.

Τραγούδιε και να τραγουδώ να λέμε μαντινάδες,
μα 'μεις δε τσι πλερώνομε να δούδωμε παράδες.

Τς άντρες δε τσοι ζυγιάζουνε ανέ βαρούν στς οκάδες,
μόνο τσοι καμπανίζουνε στσοι γνώμες και στσοι χάρες.

Τσ’ άντρες δε τσι ζυγιάζουνε μούδε ρωτούν ήντά ‘ναι,
μόνο τσι δοκιμάζουνε στσι τόπους απού πάνε.

Τυραννισμένο μου κορμί γη πόθανε γη γιανε,
μα μπρος στα τόσα βάσανα ο θάνατος κάλλια 'ναι.

Φίλοι μου να προσέχετε στη θάλασσα οντέ πάτε,
το νου σας εις τα κύματα μην τονέ παρετάτε.

Χαρές και λύπες τραγουδώ αγάπες και σεβντάδες,
και όλα τα πάθη τσι ζωής τα κάνω μαντινάδες.

Χωρίς να βρέξει ο ποταμός νερό δεν κατεβάζει,
κι ο καθαείς μιαν αφορμή έχει κι αναστενάζει.

Χωρίς νεκρούς η λευτεριά ζάλο ομπρός δε κάνει,
γιατ’ από πάντα βρίσκεται στου τουφεκιού την κάνη.

Ψαρεύγω να βρω τη χαρά σε νιούς γιαλού την άκρη,
και βάν' αντίς για δόλωμα του πόνου μου το δάκρυ.

Ψηλά τη χτίζεις τη φωλιά και θα τσακίσει ο κλώνος,
και θα σου φύγουν τα πουλιά και θα σου μείν’ ο πόνος.

Ψυχομαχώ και δίπλα μου μοιρολογάτ’ ο πόνος,
γιατί ποθαίνω και αυτός θα ‘ν’ απομείνει μόνος.

Ω την παντέρμη τη ζωή είντα λογής γυρίζει,
το βράδυ να 'ν' αστροφεγγιά τ' αϋτέρου να χιονίζει.

Ωσά το έρημο πουλί είν' ο κατατρεγμένος,
ανήμπορος ο άρωστος και παραπονεμένος.