ΑΡΧΕΙΟ ΣΤΙΧΩΝ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ ΠΑΙΝΕΜΑΤΩΝ

 

 

Αν ήτανε να βάνανε στη λεβεντιά καντάρι,
δέκα οκάδες θα 'παιρνες άσπρο μαργαριτάρι.

Βασιλικέ πλατύφυλλε και μακροκοντυλάτε,
από ‘να μίλι κι από δυο η μυρωδιά γρικάτε.

Γαρύφαλα δεν σ' έλουσαν βασάρμους δεν ποτίζεις,
βασιλικούς δε γεύτηκες είντά 'χεις και μυρίζεις.

Για ιδέστε φίλο που 'καμα αετομαδαρίτη,
που δείχνει κάθε ζάλο ντου τον σεβασμό στην Κρήτη.

Γλώσσας ευγενικής μιλιά, χρυσού στομάτου λέξη,
όποιος σ΄ ακούσει μια φορά φίλο θα σε διαλέξει.

Δώρο τη δίνει ο Θεός του μερακλή τη χάρη,
γι' αυτό και δεν μπορεί κανείς ποτέ να του την πάρει.  

Εις το σκολειό που πήγαινες εμπέμπανε και μένα,
κι εγώ 'μαθα να τραγουδώ μα όι σαν εσένα.

Είσαι γυαλένιος μαστραπάς είσ’ ασημένια γάστρα,
δυο νεφαλάκια λείβγεσαι να ‘σ’ ουρανός με τ’ άστρα.

Είσαι λεβέντης, μερακλής κι έχεις περίσεια χάρη,
σίγουρα είσαι γέννημα καλού δεντρού κλωνάρι.

Εμίλησες κι εμύρισες κι η μυρωδιά σου βγήκε,
κι η γ΄ άχνα του στομάτου σου μες στην καρδιά μ΄ εμπήκε.

Ευγενικής φωλιάς πουλί χρυσής αυγής αηδόνι,
χαράς τη νιά που σ' αγαπά και σ' αποκαμαρώνει.

Η λεβεδιά κι η γι' αρχοδιά συμπορπατούν ομάδι,
όσο γ-κι α μ-ψάχν' απάνω σου δε βρίχνω 'να μ-ψεγάδι.

Ήθελα και να κάτεχα ανέ σ’ αναζητήξει,
οντέ θα κάτσει ο Θεός τσ’ αγγέλους να μετρήσει.

Θαυμάζομε τη μάνα σου πως δεν πετά στα νέφη,
ετσά σγουρό βασιλικό απού 'χει κι αναθρέφει.

Λεβέντης ετραγούδηξε εις την δεξιά μου μπάντα,
ας έχει την υγεία του και σήμερο και πάντα.

Λουλούδια δε χρειάζεσαι μα συ καλιά μυρίζεις,
όπου περνάς μοσκοβολάς κι όπου σταθείς στολίζεις.

Μα ‘συ κανέλα δε μασείς μόσκο δε κοπανίζεις,
γαρύφαλλα δε γεύγεσαι ηντά ‘χεις και μυρίζεις.

Μες στην καρδιά σου φίλε μου φωλιάζουνε τ’ αηδόνια,
και κελαηδούν και λιώνουνε απ’ τσι κορφές τα χιόνια.

Μες στο σαλόνι τσι καρδιάς έπιπλο σ' έχω βάλει,
και θα τσακίσω τα κλειδιά κανείς να μη σε βγάλει.

Μιλείς και πέφτουνε ανθοί και δένει το πιπέρι,
χαράς τηνε που στάθηκε στη μια σου -μ-πάντα ταίρι.

Ξανοίγω σε θαυμάζω σε και αποκαμαρώνω,
κι όσο αξίζουν εκατό εσύ ταξίζεις μόνο.

Ο άνθρωπος ο μερακλής με το χρυσάφι μοιάζει,
όσο χρονώ κιανέ γενεί ποτές του δε σκουριάζει.

Ο μερακλής ο άνθρωπος απ' όλους ξεχωρίζει,
γιατί τον κόσμο τούτονε κατέχει να γλεντίζει.

Οι μερακλήδες το ‘χουνε κατέχουν να γλεντούνε,
κατένε να ‘ποθαίνουνε, κατέχουν και να ζούνε.

Οντέ μιλήσει η γλώσσα σου είναι πρεπειά στο γλέντι,
δεν είδανε τα μάτια μου καλύτερο λεβέντη.

Όντε σε γέννα η μάνα σου έφαε πορτακάλι,
και σ' έκαμε τραγουδιστή κι όμορφο παλικάρι.

Όντε σε γέννα η μάνα σου ήταν μεγάλη σκόλη,
κ’ ελουτρουγούσαν ο Χριστός κ’ οι δώδεκ’ Αποστόλοι.

Όπου κι αν επορπάτηξα κι όσους αθρώπους ξέρω,
δεν είδανε τα μάθια μου ετσά λεβέντη γέρο.

Ούλες οι χάρες του κορμιού με τον καιρό περνούνε,
μα οι μερακλήδικες καρδιές γλεντούν ώστε να ζούνε.

Ποιάς μάνας είσαι γέννημα ποιανού δεντρού κλωνάρι,
κι έχεις πςρίσσια ομορφιά και άλλη τόση χάρη.

Ποιο 'ναι τ' αηδόνι που λαλεί στσοι πέρα πρασινάδες,
και βγάνει από το στόμα ντου ένα σωρό γλυκάδες.

Ποιο 'ναι τ' αηδόνι που λαλεί στσοι πέρα πρασινάδες,
και βγάνει από το στόμα ντου πιτήδειες μαντινάδες.

Σα είν’ ο γέρος μερακλής λεβέντης πάντα μένει,
πατεί τη γής κι αυτή ρωτά ποιος είναι που διαβαίνει.

Στέκοντας πύργος φαίνεσαι καθόντας κυπαρίσσι,
του κάστρου είσαι μιναρές και τω χανιώ 'σαι βρύση.

Τα τέκνα δύο αδερφών λένε πως είν’ ξαδέρφια,
όμως εμείς σας έχομε καλιά κι από αδέρφια.

Τη θάλασσα τη γαλανή θε τη χαλικοστρώσω,
να την εκάμω μάρμαρο να 'ρθω να σ' ανταμώσω.

Τη λεβεντιά του αετού τ’ άλλα πουλιά θωρούνε,
να ιδούν μ’ ήντα λοής φτερά θα πρέπει να πετούνε.

Τίνος μπαξέ είσαι ανθός τίνος βελούδου χνούδι,
και τίνος κύκνου πούπουλο και ποιάς χαράς τραγούδι.

Το ψάρι το ψαρεύουνε με δίχτυ και μ' απόχη,
κι απού 'ναι γέρος μερακλής απού τα νιάτα το 'χει.

Του κύρη και τση μάνα σου φτυστό 'σαι 'να κλωνάρι,
βιόλα και μοσκανάθρεμα κι έχεις περισσά χάρη.

Τση μάνας που σε γέννησε χρυσά 'ταν τα σκαμνι'α τζη,
μαλαματένιοι οι πόνοι τζη κι ασήμι η κοιλιά τζη.

Φαντάζομαι τη μάνα σου πως θα πετά στα νέφη,
ετσά σγουρό βασιλικό απού 'χει κι αναθρέφει.

Χαλάλι σου βασιλικέ όσο νερό κι αν πίνεις,
μα σύ το κάνεις μυρωδιά και πίσω μου το δίνεις.

Χορεύγεις και πατείς στη γη και το καταλαβαίνει,
πως μερακλίδικο κορμί 'πο πάνω τζη διαβαίνει.

Ως κι να γεράσει ο μερακλής με το χρυσάφι μοιάζει,
ως κι αν παλι'ωσει ο χρυσός ποτές του δε σκουριάζει.

------

Απόψε είναι η βραδιά καλή μα 'ναι μιτσές οι γι-ώρες,
και δε σας σε χορταίνουνε των αματιώ μου οι κόρες.

Άχι και να κελάιδουνα με τ’ αηδονιού τη γλώσσα,
για να σας σε τραγούδουνα τα κάλλη σας τα τόσα.

Βασιλικοί δεν είν' επά μα η μυρωδιά τους βγαίνει,
πρέπει πως την -ε- βγάνουνε οι καινουργιοφερμένοι.

Βασιλικούς επότιζα κι ‘λεγα τ’ όνομά σας,
κι εβγήκανε αυτοί – σγουροί σα και την αφεδιά σας.

Βαστώ το το χατίρι σας στη κεφαλή μου φέσι,
κι όπου κειά πάω και σταθώ προσέχω μη μου πέσει.

Βορρά και νότο γύρισα, ανατολή και δύση,
ετσά παρέα όμορφη δεν έχω συναντήσει.

Για δες πιτήδεια συντροφιά και να 'ταν άλλη τόση,
να τρώμε και να πίνομε ώστε να ξημερώσει.

Για δες πιτήδεια συντροφιά την έχω καμομένη,
απ' ούλες τσι καλές σειρές είναι ξεδιαλεμένη.

Γράμμα θα μπέψω του θεού να του ζητώ μια χάρη,
τσι μερακλίδικες καρδιές ποτές να μη τζι πάρει.

Δολάρια τς Αμερικής θα στείλω στον Περαία,
να σε φωτογραφίσουνε πιτήδεια μου παρέα.

Εγώ θα πάω στο Θεό να του ζητήξω χάρη,
την όμορφη παρέα μας ποτέ να μη την πάρει.

Η λεβεντιά σας πορπατεί σ’ ανατολή και δύση,
κι η Κρήτη που τη σοντηρά λεει πως δε θα σβήσει.

Θα ξεκλειδώσω την καρδιά και μέσα θα σας βάλω,
και θα τσακίσω τα κλειδιά μπλιό μου να μη σας βγάλω.

Θα σας σε πω παινέματα χιλάδες και χιλιάδες,
μα δε μπορώ να σας τα πω όξω με μαντινάδες.

Θα χτίσω πύργο γυάλινο με σκάλα ν’ ανεβαίνει,
να βάλω την παρέα μου την αξιοτιμημένη.

Θαμμάζομ' όντε πορπατής πως δεν ανθούν οι ρούγες,
και πως δε γίνεσαι αϊτός με τσοι χρουσές φτερούγες.

Κοιτάζω την παρέα μου σαν ασημένιο δίσκο,
από τα νύχια ως την κορφή ψεγάδι δεν τση βρίστω.

Μ’ εγώ για το χατίρι σας τη νύχτα κάνω μέρα,
και το φαί μου κόβγω ντο και ζιώ με τον αέρα.

Μακριά μου κι αν -ε- βρίσκεστε ο νους μου είναι κοντά σας,
και μια στιγμή απ' το στόμα μου δε λείπει τόνομά σας.

Μεράκι τόχω στη καρδιά φίλους να ανταμώνω,
να γλυκοροζονάρομε και να τσι καμαρώνω.

Μια μαντινάδα θε να πω απάνω στο κεράσι,
η όμορφη παρέα μας να ζήσει να γεράσει.

Μπεγεντισμένη συντροφιά κι απού σου βρει ψεγάδι,
πρέπει να βρει και του νερού που 'ναι στ' αποπηγάδι.

Μυρίζουν οι λεμονανθοί βασιλικοί προπάντων,
σαν τη παρέα τούτηνε δε είδα τέλος πάντων.

Μυρίζουν οι λεμονανθοί νερατζανθοί προπάντων,
σαν τη παρέα τούτηνε δε είδα τέλος πάντων.

Να ‘σουν καρδιά μου γειτονιά και σκέψη μου περβόλι,
να βάνω τη παρέα μου καθημερνή και σκόλη.

Να 'χα γυαλένια κάμερα κλειδί μαλαματένιο,
να κλείσω τη παρέα μας για δε τηνέ χορταίνω.

Να 'χα τη χάρη των πουλιώ να πέταγα κοντά σας,
να καμαρώνω από ψηλά τη τόση λεβεντιά σας.

Να 'χα το νου του Σολωμού και του Δαβίδ τη γνώση,
να σας σε λέω παινέματα παινέματα ώστε να ξημερώσει.

Νάχα τη χάρη τω πουλιώ να πέταγα κοντά σας,
να καμαρώνω να θωρώ τη τόση λεβεντιά σας.

Ο βασιλιάς τω λουλουδιώ λένε πως είν' ο κρίνος,
μα στη δική σας ομορφιά μαραίνεται και κείνος.

Ο ήλιος είναι τουρανού το πιο λαμπρό αστέρι,
μα η δική σας λεβεντιά στη γη δεν έχει ταίρι.

Οι φίλοι οντέ θα σμίξουνε η γης αναδακριώνει,
και τα βουνά ραίζουνε κι η θάλασσα φουσκώνει.

Όπως ταιριάζει τουρανού τάστρα και το φεγγάρι,
ετσά ταιριάζει και σε σας η λεβεντιά κι η χάρη.

Όσα 'χει μέσα ο ποταμός χιλιάδες τα χαλίκια,
τόσα 'χει κι παρέα μου στο κόσμο μερακλίκια.

Ούλα σας είναι όμορφα μα πλιά πολύ μ' αρέσει,
ο κόσμος σας ο ψυχικός που σ' ούλα υπερέχει.

Ούλες οι μαδαρίτικες βιόλες να μαζωχτούνε,
τη μυρωδιά σας δεν μπορούν να την -ε- παραβγούνε.

Ούλο τον κόσμο γύρισα ανατολή και δύση,
σα τη δική σας λεβεντιά δεν έχω συναντήσει.

Ούλο τον κόσμο γύρισα τον έκαμα άνω κάτω,
μαράζι τόχα να σας ιδώ μα εκατάφερά το.

Οψές αργά είδα τόνειρο κι εδά μου ξεδηλιένει,
πως με παρέα εκάθουμουν άξια και τιμημένη.

Πάντα μ’ αρέσει η συντροφιά που ΄χει καλούς ανθρώπους,
λεβέντες και φιλότιμους και με ωραίους τρόπους.

Πάνω στο χιόνι πορπατώ και δείχνουν οι πατές μου,
ετσά πιτήδεια συντροφιά δεν έκαμα ποτές μου.

Παρέα μου λεβέντικη μ' είντα να σε συγκρίνω,
με βιόλα με βασιλικό με γιασεμί γή κρίνο.

Πέντε χιλιάδες τάλιρα θα μπέψω στο Περαία,
να σε φωτογραφήσουνε ωραία μου παρέα.

Πήρε ο βοριάς τα ρούχα μου κι ο νότος τ’ άρματά μου,
και η καλή παρέα μας επήρε τη καρδιά μου.

Ποιος είδε ψάρια στα βουνά και θάλασσα σπαρμένη,
ποιος είδε τέτοια συντροφιά άξια και τιμημένη.

Πολλά χωριά εγύρισα κι άλλες παρέες είδα,
μα τη δική σας λεβεντιά αλλού ποθές δεν είδα.

Ρίξε τη βάρκα στο γιαλό και κύμα μη φοβάσαι,
κι από αλάργο δείχνει σου πως καπετάνιος θα ΄σαι.

Σαράντα μέτρα θάλασσα κι απάνω σ’ ένα βράχο,
εκειά θα ζ’ησω τη ζωή ετσά παρέα νάχω.

Σιγά σιγά τα μάτια μου με τρόπο τα σηκώνω,
και βλέπω τη παρέα μας και την - ε- καμαρώνω.

Στα πανωμέρια διάουνε λεβέντες παλικάρια,
θωρώ κι οι νιοί και πορπατούν εις των παλιώ τα χνάρια.

Στο ποταμό τα βρίστουνε τα στρογγυλά χαλίκια,
δεν εξανάδα συντροφιά με τόσα μερακλήκια.

Στο πρώτο φύλλο τση καρδιάς έγραψα τ’ όνομά σας,
κι άμα θ’ ανοίξω δεύτερο θα ιδώ τη ζωγραφιά σας.

Τα μάτια μου νυστάζουνε θέλουν να κοιμηθούνε,
μα ‘γω για τη παρέα σας τα κάνω κι αγρυπνούνε.

Τέσσερις τοίχοι του σπιτιού το παίρνουνε το βάρος,
και τη παρέα τούτηνε να μη τη βλάψει χάρος.

Τέτοια παρέα όμορφη κι απού τση βρει ψεγάδι,
πρέπει να βρει και του νερού που 'ναι στ' Αποπηγάδι.

Τέτοια παρέα όμορφη όποιος μονομεριάσει,
βαρέλια να 'χει το κρασί πρέπει να το ξοδιάσει.

Τέτοια παρέα όμορφη όποιος μονομεριάσει,
πρέπει του να 'ναι μερακλής για να την -ε- ταιριάξει.

Τη συντροφιά σας χαίρομαι και να 'ταν άλλη τόση,
να τρωμε και να πίνομε ώστε να ξημερώσει.

Το χιόνι χιόνι πορπατώ και δείξαν οι πατές μου,
σαν την παρέα τούτηνέ δεν έκαμα ποτές μου.

Τση Άνοιξης τα λούλουδα ανέ μονομερίσου,
τη μυρωδιά σας δε μπορού να τήνε καπαντίσου.

Τσοι μερακλήδες του ντουνιά θε μου ξεμίστευγέ τζη,
βάλε τζοι στο παράδεισο και κρασοπότιζέ τζοι.

Τώρα που ήρθα επαδά θα κάμω μια καντάδα,
στην όμορφη παρέα μου θα πω μια μαντινάδα.

Φτερά δεν έχω να πετώ κι όμως στα νέφη βγαίνω,
κάθε φορά παρέα μου στο νου μου οντέ σε φέρνω.

Χαίρομαι τη παρέα σας τη συναναστροφή σας,
θέ μου και να ‘ταν μπορετό σαφής να ‘μαι μαζί σας.

Χιλιάδες να μου δίνουνε δε φεύγ' από κοντά σας,
ειντά 'ναι τα χιλιάρικα μπροστά στη λεβεντιά σας.

Χριστέ μου πως τα ρέγομαι τα δέντρα όντε -ν- αθιούνε,
τσι μερακλίδικες καρδιές όντε μονομεριούνε.