ΑΡΧΕΙΟ ΣΤΙΧΩΝ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ "Θ..."

 

 

Θα βάλω αερόσολες στα μαύρα μου στιβάνια,
να σφίξω στην αγάπη μου να τση γυρέψω χάδια.

Θα κόψω δάφνες και μυρτιές από τον Ψηλορείτη,
για να στολίσω τσοι νεκρούς που δόξασαν την Κρήτη.

Θα ξεκλειδώσω την καρδιά και μέσα θα σας βάλω,
και θα τσακίσω τα κλειδιά μπλιό μου να μη σας βγάλω.

Θα παντρευτείς θέλεις και σύ να κλίνουνε τα αυτιά σου,
να γίνεται παχύς δροσιός να δένεις τα μαρτιά σου.

Θα πάρω χώμα και νερό από τον Ψηλορείτη,
να το σκορπίσω να γενεί ούλος ο κόσμος Κρήτη.

Θα πάω εις το Σέλινο στου Καμπανού τη βρύση,
πάνω σε τόπους πατρικούς που μ' έχουνε γεννήσει.

Θα σας σε πω παινέματα χιλάδες και χιλιάδες,
μα δε μπορώ να σας τα πω όξω με μαντινάδες.

Θα τήνε παίξω τη ζωή στα ζάρια με το χάρο,
είν’ η παρτίδα δύσκολη μα ‘γω θα του τη πάρω.

Θα τρώμε και θα πίνωμε ώστε να ξημερώσει,
κι ο ήλιος ο παντοτινός να βγει να μας σε δώσει.

Θα χτίσω πύργο γυάλινο με σκάλα ν’ ανεβαίνει,
να βάλω την παρέα μου την αξιοτιμημένη.

Θάλασσα πως σε ρέγομαι ότι να φουρτουνιάζεις,
τα φισεκλίκια λείβγεσαι μ’ αντάρτισσα να μοιάζεις.

Θαμμάζομ' όντε πορπατής πως δεν ανθούν οι ρούγες,
και πως δε γίνεσαι αϊτός με τσοι χρουσές φτερούγες.

Θαυμάζομε τη μάνα σου πως δεν πετά στα νέφη,
ετσά σγουρό βασιλικό απού 'χει κι αναθρέφει.

Θέ μου απού 'σαι στα ψηλά μια χάρη σου γυρεύγω,
κάμε με κύμα στο γιαλό την Κρήτη να χαϊδεύω.

Θε μου γιάντα δεν έκαμες μια Κρήτη παραπάνω,
στη μια να βρίσκομ’ όσο ζω στην άλλη σα ποθάνω.

Θέ μου και ύπνο κάμε με γλυκά να την κοιμίζω,
ωσά την μάνα το παιδί να τήνε νανουρίζω.

Θέ μου κουτσοφτερούγισε όσα πουλιά μεγάλα,
απού πετούνε στα ψηλά και δεν ξανοίγουν τ' άλλα.

Θέ μου λυπήσου τσι φτωχούς λυπήσουμε και μένα,
να μη χαλούνε τα κρασιά που 'ν' αποθηκευμένα.

Θέ μου πως την ανατριχιώ την στράτα του Σελίνου,
γιατί είναι στράτα χωρισμού και στράτα του κινδύνου.

Θε μου που πέμπεις τσοι καημούς πέμπε τσοι μ' ένα γ-κράσο,
να τσοι μεθιώ σιργουλευτά ώσπου να τσοι ξεχάσω.

Θεές υπάρχουνε πολλές απάνω εις τον πλανήτη,
μα είναι μια ξεχωριστή που τήνε λένε Κρήτη.

Θέλω να βρέχει να βροντά θέλω να ρίχνει χιόνι,
τα μάτια μου όντε τρέχουνε το δάκρυ να παγώνει.

Θέλω να γίνω χρυσικός να σιάζω δακτυλίδια,
να πορπατώ να τα πουλιώ για μάτια και για φρύδια.

Θρέφετ' ο πεύκος στα βουνά κι εγώ στα βάσανά μου,
κι αθρώπου δεν μπορώ να πω το πόνο τση καρδιάς μου.

Θωρείς τηνε τη θάλασσα πως είναι μπλαβοφόρα,
κάνει φουρτούνες φοβερές μα μπονατσάρει κι όλλας.

Θωρώ το χιόνι τ’ Ομαλού σιγά σιγά και λιώνει,
μα η δική μας η φιλιά ποτές τση δε μ-παλιώνει.

Θωρώ τς ελπίδας μου το φώς και τρεμοσβήνει,
πάλι μη δυναμώνεις άνεμε γιατί δεν έχω άλλη.